ΔΥΟ ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΞΙΑΣ

Prof. C.E.M. JOAD

 Καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Το άρθρο του με τίτλο «Το Πιστεύω μου», δημοσιεύτηκε μεταφρασμένο στα Ελληνικά, στο περιοδικό «Ακτίνες» της «Χριστιανικής Ενώσεως Επιστημόνων» και το μεταφέρουμε εδώ στην απλή Δημοτική. Αποτελεί δε μια γενναία ομολογία επιστροφής στη χριστιανική πίστη ενός μεγάλου ορθολογιστή.


ΤΟ «ΠΙΣΤΕΥΩ» ΜΟΥ

Κατά το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής μου υπήρξα οπαδός του ρασιοναλισμού, και επί αρκετό μάλιστα χρόνο εξέχων οπαδός του. Επί χρόνια ολόκληρα το όνομά μου εμφανιζόταν τακτικά μαζί με τα ονόματα των Ουέλλς, Μπέρντραντ Ράσσελ και Άλντους Χάξλεϋ και ήμουνα και εγώ ένας από εκείνους που εμπαίζουν τη θρησκεία, παραπλανούν τους νέους και εχθρεύονται την Εκκλησία…. «Ο Θεός, ο Διάβολος και ο κ. Τζώντ» - αυτός ήταν ο τίτλος ενός κηρύγματος που αναφωνήθηκε τελευταία σε μία εκκλησία του Λονδίνου.

Σαν ορθολογιστής που ήμουνα ενόμιζα ότι κάθε πίστη πρέπει να υποβάλλεται σε λογικά κριτήρια και να δίνει εξηγήσεις για το περιεχόμενό της. Σε περίπτωση που δεν θα έδινε ικανοποιητικές εξηγήσεις, θα έπρεπε να απορρίπτεται, γιατί δεν υπάρχουν στον κόσμο «μυστήρια». Απλώς οι γνώσεις μας είναι ανεπαρκείς, και αυτό κάνει τα πράγματα να φαίνωνται μυστηριώδη. Όταν η αιτία της αστραπής και του κεραυνού ήταν άγνωστη, απεδίδαμε την προέλευσή τους στα κακά πνεύματα. Τώρα που η επιστήμη έδωσε την εξήγηση των φαινομένων αυτών, δεν κρίνομε πλέον αναγκαία αυτή την υπόθεση.

Μέγα μέρος του σύμπαντος είναι ακόμη άγνωστο, και αυτό, κατά τη γνώμη που είχα τότε, αρκούσε για να εξηγήσει την επιβίωση του Θεού ως μιάς μυστηριώδους πρώτης αιτίας. Ενόμιζα ότι όλα τα πράγματα μπορούν θεωρητικά να ερμηνευθούν με λογικά μέσα, και ότι όταν το Σύμπαν θα έπαυε να ήταν μυστηριώδες, ο Θεός θα είχε απορριφθεί μαζί με τις άλλες παραμερισμένες προλήψεις του ανθρώπου. Το μόνο στο οποίο επίστεψα ήταν η «Ζωτική Δύναμη» του Σω. Είχα μάθει από τον Σω να θεωρώ την εξέλιξη ως την έκφραση ενός αλόγου δυναμικού παράγοντα, ο οποίος δημιουργεί ζωντανούς οργανισμούς για να διευκολύνει την λειτουργία της ιδίας του ανάπτυξης.

Ο άνθρωπος, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, ήταν το ανώτατο επίπεδο στο οποίο έφθασε μέχρι σήμερα η Ζωτική αυτή Δύναμη. Αν όμως δεν εμάθαινε να ενεργεί με καλύτερο τρόπο, ο άνθρωπος θα ανατρεπόταν από ένα άλλον οργανισμό, τον υπεράνθρωπο, ο οποίος θα είχε ως αποστολή να φέρει τη ζωή σε ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης.

Αλλ΄η Ζωτική αυτή Δύναμη δεν ήταν ο θεός. Ήταν απλώς το άθροισμα όλων των πραγμάτων που έχουν ζωή. Ήταν η δύναμη που κινεί τον κόσμο. Δεν ήταν κάτι που βρισκόταν έξω από τον κόσμο αυτόν. Συνεπώς, όταν ο κόσμος θα συντριβόταν ή θα κατέρρεε, θα κατέρρεε και ο Θεός μαζί του.

Η πίστη μου προς την Ζωτική Δύναμη ήταν ακόμη κάπως απροσάρμοστη προς τα ηθικά κριτήρια. Το κακό και η αμαρτία δεν ήταν παρά τα συμπωματικά επακόλουθα της ατελούς ανάπτυξης του ανθρώπου.

Ξαφνικά όμως ήρθε ο πόλεμος, και η ύπαρξη του κακού προβλήθηκε στη συνείδησή μου ως ένα θετικό και απειλητικό γεγονός. Σε όλη μου τη ζωή το κακό θεωρούσε αρκετό το να με κοιτάζει κατά πρόσωπο. Τώρα με χτυπούσε στο πρόσωπο.

Δεν θέλω να πω ότι η όψιμη αυτή αναγνώριση του κακού αποτελούσε κάτι που μπορεί να θεωρηθεί ως «επιχείρημα». Απλώς εξηγώ με ποιο τρόπο κατάλαβα την ύπαρξή του. Φυσικά, για έναν άνθρωπο που έχει μελετήσει σοβαρά την ανθρώπινη Ιστορία, το γεγονός της υπάρξεως του κακού θα έπρεπε να ήταν καταφάνερο. Γιατί τι άλλο είναι, στο κάτω-κάτω, η ανθρώπινη ιστορία παρά μία παρέλαση μαχών, πολιορκιών, σφαγών, δολοφονιών, μαρτυρίων και διώξεων – ένα ντοκουμέντο, όπως λέγει ο Γίββων, «των εγκλημάτων, της παραφροσύνης και των ατυχιών της ανθρωπότητας»; Και ο μακρύς αυτός κατάλογος των θλιβερών γεγονότων οφείλεται σε στοιχεία βαθειά ριζωμένα στην ανθρώπινη φύση – στην αλαζονεία, την ιδιοτέλεια, τον φθόνο, την απληστία και την σκληρότητα απείρων ανθρωπίνων γενεών.

Ο πόλεμος έκανε σαφές στη συνείδησή μου ότι είναι αδύνατον να χαρακτηρίσει κανείς εκείνο που θα προτιμούσα να ονομάζω «αμαρτωλή φύση του ανθρώπου» ως απλό δημιούργημα των περιστάσεων.

Είχα διδαχθεί ότι το κακό στον άνθρωπο οφείλεται είτε στις οικονομικές συνθήκες (επειδή οι άνθρωποι είναι φτωχοί, τα ήθη τους είναι κατ΄ανάγκην ξετσίπωτα, οι προτιμήσεις τους ταπεινές, τα πάθη τους αχαλίνωτα) ή σε ψυχολογικούς λόγους. Οι ψυχαναλυτές μου έλεγαν ότι όλες οι αδιόρθωτες και έμμονες τάσεις της ανθρώπινης ψυχής ωφείλοντο στο κακό ψυχολογικό περιβάλλον της πρώτης παιδικής ηλικίας.

Το συμπέρασμα ήταν καταφάνερο: μεταβάλατε τις συνθήκες, εμπιστευθήτε τα παιδιά σε ψυχαναλυτές νηπιαγωγούς και δασκάλους και θα βασιλεύει παντού η αρετή.

Τώρα δεν τα πιστεύω καθόλου όλα αυτά. Βλέπω τώρα ότι το κακό είναι έμφυτο στον άνθρωπο, και ότι η χριστιανική διδασκαλία περί προπατορικού αμαρτήματος αποτελεί μια βαθειά και ουσιαστική διάγνωση της ανθρώπινης φύσεως.

Εάν την απορρίψετε, θα πέσετε θύμα – όπως τόσοι από μας, που ανατράφηκαν σε μία ατμόσφαιρα πολιτικού αριστερισμού και ορθολογιστικής φιλοσοφίας – μιας ρηχής αισιοδοξίας αναφορικά προς την ανθρώπινη φύση, μιάς αισιοδοξίας που θα σας κάνει να πιστέψετε ότι ο χρυσός αιώνας πλησιάζει, ότι δεν υπολείπεται για την πραγματοποίησή του παρά η δημιουργία μιάς κοινωνίας ευημερούντων κομμουνιστών με πλήθος ψυχαναλυτικών γνώσεων.

Η αισιόδοξη αυτή άποψη καταρρίφθηκε, νομίζω, τελειωτικά από το γεγονός του πολέμου. Μου είναι αδύνατο να κατανοήσω πως μπορεί κανείς να πιστέψει σ΄αυτήν έπειτα από όσα μας εδίδαξε η ιστορία των τελευταίων 35 χρόνων και από ό,τι μας διδάσκει η επικείμενη καταστροφή του πολιτισμού μας στον – πιθανώτατο – επόμενο πόλεμο.

Φυσικά, είναι αδύνατον να δεχθεί κανείς μία τέτοια άποψη αναφορικά με την ανθρωπότητα και να μη την εφαρμόσει και στον εαυτό του. Δεν είναι εδώ τόπος εξομολόγησης αμαρτιών, αρκούμαι όμως να πω ότι θα μου φαινόταν αφόρητη η Πίστη στον βασικά αμαρτωλό – τουλάχιστον στη διάρκεια της παρούσης ζωής μας – χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης, εάν δεν υπήρχε έξω από μας κάποια πηγή καθοδήγησης και υποστήριξης, προς την οποία να μπορούμε να στραφούμε με ανακούφιση.

Όσο περισσότερο τον εγνώριζα, τόσο ο Χριστιανισμός μου φαινόταν να προσφέρει αυτήν ακριβώς την παρηγοριά, την ενίσχυση και την υποστήριξη. Και έτσι ολόκληρη η φιλοσοφία περί «Ζωτικής Δύναμης» την οποία είχα προσπαθήσει έως τώρα να κρατήσω με κάθε τρόπο, κατήντησε να μου φαίνεται ασυγχώρητα κοινή και επιφανειακή – σαν ένα φυτό με ασθενείς ρίζες, που ωρίμασε μέσα στην άνετη και επιπόλαια αισιοδοξία του 19ου αιώνα και ήταν τελείως αδύνατον να αντισταθεί στους ισχυρότερους ανέμους που πνέουν στον αιώνα μας. Την εγκατέλειψα.

Όταν έφθασα στο σημείο αυτό, μου φάνηκε ότι δεν είχα τίποτε να χάσω, απεναντίας μάλιστα είχα το παν να κερδίσω – εάν προχωρούσα ως το τέλος. Ποια καλύτερη ελπίδα μας έχει ποτέ προσφερθεί, από τη χριστιανική διδασκαλία ότι ο Θεός έστειλε τον Υιόν Του στον κόσμο για να σώσει τους αμαρτωλούς;

Την άνωθεν υποστήριξη όμως πρέπει κανείς όχι μόνο να την επιθυμεί, αλλά και να την αξίζει, δηλαδή να ζει σύμφωνα με τον τρόπο που ώρισε ο Χριστός.

Δεδομένου ότι είναι αδύνατον να ζήσει κανείς μόνος του μια χριστιανική ζωή, να λατρεύει μόνος του τον Θεό, το επόμενο βήμα μου ήταν να συνενωθώ με ένα ωργανωμένο σώμα χριστιανικής λατρείας, δηλαδή να επιστρέψω στους κόλπους της Εκκλησίας και να μπω στο τραχύ και δύσβατο μονοπάτι που οδηγεί στον Ουρανό.


CYRIL E. M. JOAD
Καθηγητής της Φιλοσοφίας
και της Ψυχολογίας
στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου



WERNER VON BRAUN


Κορυφαίος Διαστημικός Επιστήμονας που με το σχέδιο «ΑΠΟΛΛΩΝ» που εμπνεύσθηκε και διηύθυνε ο ίδιος, πέτυχε το μεγαλειώδες και πρωτοφανές στη παγκόσμια ιστορία κατόρθωμα να στείλει δυο αστροναύτες στο έδαφος της σελήνης και να τους επαναφέρει σώους στη γη.

Αυτός, λοιπόν, ο κορυφαίος διαστημικός επιστήμονας έδωσε συνέντευξη στην εφημερίδα «SUNDΑY TELEGRAPH», που δημοσιεύθηκε στα ελληνικά στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 27.8.1967, όπου λέει και τα εξής βαρυσήμαντα:

……………………………………………………………………………………………………

«Ο άνθρωπος, πρέπει πάντοτε να ταξιδεύει όλο και πιο μακρυά, πρέπει να ευρύνει τους ορίζοντές του και τα ενδιαφέροντά του. Αυτή είναι η επιθυμία του Θεού. Αν ο Θεός δεν ήθελε να είναι έτσι τα πράγματα, δεν θα έδινε στον άνθρωπο την ικανότητα και την δυνατότητα να προοδεύει και να αλλάζει. Αν ο Θεός δεν ήθελε, θα μας σταματούσε. Βέβαια, πιστεύω στον Θεό. Εγνώρισα πολλούς επιστήμονες και ποτέ δεν γνώρισα επιστήμονα άξιο του ονόματός του, που να μπορούσε να μας δώσει μίαν εξήγηση της φύσεως χωρίς να κάνει υπαινιγμό στα Θεία. Η επιστήμη προσπαθεί να κατανοήσει την δημιουργία, αλλά η θρησκεία προσπαθεί να καταλάβει τον Δημιουργό, και κανείς δεν μπορεί να αποφύγει το να προσπαθήσει να κατανοήσει τον Δημιουργό. Ο επιστήμων που μπορεί να ζήσει χωρίς θρησκεία, είναι ένας κακός επιστήμων που προσπαθεί να ξεφύγει από τον εαυτό του. Είναι το είδος του επιστήμονα που ξύνει την επιφάνεια χωρίς να κοιτάζει βαθύτερα. Προσπαθώ να κοιτάζω κάτω από την επιφάνεια και βρίσκω το καλό. βρίσκω εκεί ηθικές αρχές».

«Για να δεχθεί ο άνθρωπος την ηθική» - συνεχίζει ο φον Μπράουν – «χρειάζονται δυο πράγματα: Το ένα είναι η πίστη στη Δεύτερη Παρουσία, όπου ο καθένας από μας θα πρέπει να δώσει στον Ύψιστο λόγο για τον τρόπο, με τον οποίο εχρησιμοποίησε στη γη το πολύτιμο δώρο της ζωής. Το άλλο είναι η πίστη στην αθανασία, δηλαδή στην μετά τον θάνατο συνέχιση της πνευματικής μας ύπαρξης. Επειδή έχομε ψυχή, έχομε συνείδηση και γνωρίζομε ότι τίποτε στη Φύση δεν μπορεί να εξαφανισθεί χωρίς να αφήσει ίχνη. Η Φύση δεν επιτρέπει εξόντωση, επιτρέπει μόνο την μεταμόρφωση. Αν ο Θεός εφαρμόσει τη βασική Του αρχή σ΄ολόκληρο το σύμπαν – και την εφαρμόζει – τότε δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία για την ύπαρξη της αθανασίας. Και εμείς εργαζόμαστε εν γνώσει της αθανασίας, υποκείμενοι στον αιώνιο κύκλο της ζωής και του θανάτου, που αποτελούν τους πραγματικούς δεσμούς μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος.

Το μέλλον των ερχομένων γενεών εξαρτάται από το τι θα ανακαλύψωμε σήμερα, με την πεποίθηση ότι, με την βοήθεια του Θεού, πράττομε το καλό. Ελπίζω να υπήρξα σαφής».

Ο Καθηγητής Α.Ν. Τσιριντάνης είχε τότε πεί για το δημοσίευμα αυτό:

«Νομίζω, ότι αυτό ήρθε σήμερα ως φωνή του Θεού. Ετούτη η φωνή ήταν φωνή του Θεού. Ο Μπράουν δεν είναι μόνον όργανο του Θεού , είναι και φωνή του Θεού. Ο Θεός να είναι μαζί του. Στον εαυτό μου δε είπα το εξής: Επένθησες γιατί οι Έλληνες δεν επρόσεξαν την «Διακήρυξη της Χριστιανικής Ενώσεως Επιστημόνων»; Ε, λοιπόν, πάρε αυτό εδώ το κομμάτι που είναι μία νέα διακήρυξη. Είναι το μεγαλύτερο πνευματικό γεγονός!»