11/6/10

ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ. ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

(Με έρευνα του αειμν. Καθηγ. της Νομικής του Παν/μίου Αθηνών Α.Ν. Τσιριντάνη)

Παρουσίαση από  Αλέξανδρο Χ. Φράγκο

Η έρευνά μας για το κοινωνικό ζήτημα, ειδικώτερα για τη θεώρηση της εργασίας από χριστιανική σκοπιά, μας φέρνει τώρα στο θέμα το σχετικό με την οργάνωση της εργασίας και – άμεση συνέχεια – στην κοινωνική δικαιοσύνη σαν ρυθμιστή παραγωγής και κατανομής. Σπουδαιότατο θέμα, που απασχόλησε οικονομολόγους, κοινωνιολόγους, φιλοσόφους, πολιτικούς. Πεδίο απέραντο, όπως παρουσιάζεται μάλιστα στην σημερινή κοινωνία. Και θέλει πολύ κόπο και εξαιρετική αντικειμενικότητα για να βάλει κανείς και εδώ κάποια τάξη που θα επιτρέψει μια, διαγραμματική έστω, μα ωστόσο πλήρη και προ πάντων διαυγή έκθεση των σχετικών προβλημάτων.

Ένα πρώτο ξεκίνημα είναι, να ξεχωρίσωμε τις δυο μορφές που παίρνει η οργάνωση της εργασίας. Την ταξική και την διαταξική. Κι ας αρχίσωμε με μιάν ιστορική διαπίστωση. Η όλη οργάνωση της εργασίας βρήκε δυο μεγάλους αντίπαλους. Από την μια μεριά τον καπιταλισμό, σαν σύστημα που, όπως είδαμε, ήθελε ελευθερία στο κεφάλαιο. Από την άλλη μερικά, βρήκε αντίπαλο το φιλελεύθερο πνεύμα που ξεπήδησε από την γαλλική επανάσταση.

Είναι γνωστό, πως η γαλλική επανάσταση, με όλον τον αγώνα που έκανε για τα «δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη», δεν είχε διάθεση να αναγνωρίσει το δικαίωμα των πολιτών να ενώνονται σε οργανώσεις, το «δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι». Η οργάνωση, η συσσωμάτωση της εθύμιζε Μεσαίωνα με τις συντεχνίες, τις ενώσεις κλπ. Κι αυτό ήταν ικανό για να πάρει η γαλλική επανάσταση εχθρική στάση απέναντί της. Από την άλλη μερικά, η δυσμένεια αυτή εταίριαζε θαυμάσια με την εξάπλωση της καπιταλιστικής κοινωνίας, αφού η οργάνωση της εργασίας βρίσκεται σε οξύτατη αντίθεση με το καπιταλιστικό σύστημα.

Και όμως η ταξική οργάνωση της εργασίας είναι συνέπεια της ίδιας βασικής αρχής, που αποτελεί το θεμέλιο του καπιταλισμού. Κι εδώ η ίδια μηχανιστική αντίληψη της οικονομίας. Μηχανιστική αντίληψη στον καπιταλισμό με τον «νόμο της προσφοράς και ζήτησης» που όπως είδαμε οδηγεί στο «όριο λιμοκτονίας» του εργατικού μισθού. Μηχανιστική αντίληψη με την ταξική οργάνωση που σπάζει το όριο αυτό, τον «σιδερένιο» αυτόν «νόμο» και οδηγεί…

…Πού οδηγεί άραγε; Στην ισορροπία την σύμφωνη με τα διδάγματα της οικονομικής, στην προαγωγή της εθνικής οικονομίας; Μα δεν γίνεται γι΄αυτόν τον σκοπό η ταξική οργάνωση! Η οργάνωση γίνεται για να εξυπηρετήσει ταξικά συμφέροντα, όχι για την προαγωγή της οικονομίας. Στην οικονομία ζητάμε την αποδοτικότερη παραγωγή, συνδυασμένη με την δικαιότερη κατανομή. Γίνεται αυτό με την ταξική οργάνωση; Μα δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να δώσει κανείς απάντηση στο φυσικότατο αυτό ερώτημα. Η ταξική οργάνωση οδηγεί στην δυναμική ρύθμιση που λέγεται απεργία. Και βέβαια η απεργία, με την μείωση των ωρών εργασίας δεν οδηγεί στην αύξηση της παραγωγής, ούτε γίνεται άλλως τε γι΄αυτόν τον σκοπό. Όσο για την κατανομή, ρυθμιστής κι εδώ ο δυναμικός παράγοντας, που τον έχει τώρα όχι η ζήτηση, αλλά η προσφορά της εργασίας. Βέβαια, η δύναμη λέει πως έχει μαζί της και το δίκιο. Αλλά μήπως αυτό δεν λένε, για την δύναμή τους, όλοι οι δυνατοί, από κτίσεως κόσμου;

Η ταξική οργάνωση, λοιπόν, με το όπλο της, την απεργία, είναι, απλούστατα, απάντηση στην μηχανιστική, την amorale καπιταλιστική αντίληψη του νόμου της προσφοράς και ζήτησης και του «ορίου λιμοκτονίας» στην αμοιβή της εργασίας. Αλλά το πράγμα δεν σταματάει εδώ. Όταν οδηγός είναι όχι το πνεύμα, αλλά η τυφλή, μηχανιστική δύναμη, η απεργία δεν σταματάει (γιατί να σταματήσει άλλωστε;) στην πρώτη αφετηρία. Η απεργία αρχίζει να στρέφεται όχι κατά του εργοδότου, ούτε για να ικανοποιηθούν οικονομικά συμφέροντα, αλλά για επιδιώξεις καθαρά πολιτικές. Και ο απεργός χρησιμοποιεί την απεργία, για να επιβάλει με αυτήν όσα δεν μπορεί ν α επιτύχει με το ψηφοδέλτιο. Έτσι – ανάλογη κατάχρηση μιας δυναμικής θέσης – σε χώρες όπου το κυβερνητικό καθεστώς δεν είναι σταθερό, ο στρατιωτικός, τα θυμώμαστε αυτά και από τον τόπο μας, παίρνει το λόχο του ή το τάγμα ή το σύνταγμά του, για να έχει το αποτέλεσμα που αρνείται να του δώσει η κάλπη.

Αυτό όμως έχει και παραπέρα συνέπειες. Στο τέλος, φθάνομε σε μια μετάθεση της πάλης. Αντίπαλος είναι όχι πια ο εργοδότης αλλά το σύνολο. Τότε, όμως, φθάνομε στο σημείο όπου ο μηχανιστικός δυναμισμός δείχνει πως, με το να είναι άψυχος, είναι και ασύμφορος και καταστρεπτικός. Όταν έρθει σε αντίθεση με το σύνολο, η ταξική δύναμη θα νικηθεί. Το όπλο της, η ταξική οργάνωση, η βία με τη μορφή της απεργίας, χάνει σε δύναμη. Αρχίζει ο κατήφορος. Όταν φθάσει εκεί το πράγμα, η ταξική οργάνωση, με τον ένα τρόπο ή με τον άλλο, γίνεται ανίσχυρη. Και εκείνος που βγαίνει κερδισμένος απ΄αυτό, είναι, συνήθως, τα ολοκληρωτικά κράτη αυτής ή εκείνης της μορφής.

Η ταξική οργάνωση όμως δεν είναι η μοναδική μορφή που παίρνει η οργάνωση της εργασίας. Διάφοροι κοινωνιολόγοι με χριστιανική σκέψη είχαν ονειρευθεί μιαν οργάνωση της εργασίας, με βάση όχι τον συνασπισμό αντιπάλων τάξεων, αλλά τη συνεργασία των διαφόρων παραγόντων, που εργάζονται σ΄ένα τομέα της οικονομίας, σ΄ένα επάγγελμα.

Τέτοια συνεργασία μπορεί να υπάρξει όχι μόνο οριζοντίως μεταξύ των διαφόρων προσώπων που ανήκουν στο ίδιο επίπεδο, στην ίδια τάξη (εργοδοτών-εργατών), αλλά και κατακόρυφα. Να φέρει σε σύμπτωση συμφερόντων και επομένως σε συνεργασία εργοδότη και εργάτη. Η οργάνωση τότε θεμελιώνεται επάνω στην ύπαρξη του κοινού συμφέροντος για την προκοπή της επιχείρησης. Από την προκοπή αυτή θα ωφεληθούν και ο εργοδότης και ο εργάτης.

Σχετικό με τέτοια αντίληψη είναι και το ζήτημα της νομικής μορφής που θα έχει σε μια επιχείρηση, η σχέση εργοδότη και εργάτη, ρυθμισμένη επάνω σε βάση όχι μηχανοκρατική μα πνευματική, με ρυθμιστή όχι την δύναμη, αλλά την δικαιοσύνη, την χριστιανική ηθική επιταγή.

Κατά το σχήμα που δίνεται από το ατομιστικό Ρωμαϊκό Δίκαιο, η σχέση εργοδότη-εργάτη ήταν σχέση «μίσθωσης υπηρεσιών». Στη σχέση αυτή ο εργοδότης και ο εργάτης εκπροσωπούν δυο αντίθετα συμφέροντα. Είναι αντίπαλοι. Είναι σωστό αυτό, όμως; Και πρέπει να μείνει έτσι επ΄άπειρον; Αυτό ακριβώς είναι το ερώτημα! Ερωτάται, μήπως από την ατομιστική αυτή συμβατική μορφή δεν θα έπρεπε να φθάσωμε σε άλλες μορφές, όπου θα υπάρχει συνεργασία. Μήπως, πιο συγκεκριμένα, από την «μίσθωση υπηρεσιών» δεν θα έπρεπε να περάσωμε σε άλλη μορφή, όπως η «σύμβαση εταιρείας», όπου έχομε τα συνεργαζόμενα συμφέροντα.

Γενικώτερα, για μια συντεχνιακή οργάνωση, που θα μπορούσε να αντικαταστήσει την ταξική οργάνωση, έχομε βέβαια το παράδειγμα του Μεσαίωνα. Σέβομαι βαθύτατα την ευγενική προσπάθεια για μια τέτοια συνθετική, οργανική συνένωση, θα έλεγα συναδέλφωση, της παραγωγής στους δυο κυριότερους συντελεστής της. Ας μου επιτραπεί, ωστόσο, να εκφράσω την αμφιβολία μου, αν μπορεί γενικότερα να γίνει πραγματικότητα μια τέτοια οργάνωση. Με τη σημερινή καπιταλιστική οικονομία, δικαιολογείται, κατά τη γνώμη μου, ο δισταγμός αν θα ήταν δυνατή τέτοια διαταξική οργάνωση εργοδοτών και εργατών, στη σύγχρονη οικονομία. Αναγνωρίζω ευχαρίστως, ότι έχομε ήδη πολύ ενθαρρυντική προπαρασκευή του εδάφους, από χριστιανική κοινωνική πλευρά, με την εργασία ιδίως καθολικών εργατικών οργανώσεων. Ας μη ξεχνάμε όμως, πως κι η αντίθετη δυστυχώς πείρα υπάρχει. Έβλαψαν την αγνότητα μιας τέτοιας ιδέας απόπειρες που έκαναν ολοκληρωτικά καθεστώτα για να εκμεταλλευθούν την ιδέα αυτή. Πάντως το ζήτημα της διαταξικής οργάνωσης της εργασίας στην πρακτική του μορφή, παρουσιάζει πολλές πλευρές και πολλά προβλήματα, όπως, ιδίως, το πρόβλημα του τρόπου καθορισμού των τιμών, επομένως και των ημερομισθίων. Και πριν από όλα πρόβλημα πνευματικών ανθρώπων και πνευματικής ηγεσίας που θα χειρισθούν τα θέματα αυτά και θα δώσουν τις εγγυήσεις που χρειάζονται.

Δεν ξέρομε αν μία τέτοια διαταξική οργάνωση, με την χριστιανική έμπνευση και καθοδόγηση πάντοτε, μπορεί να επεκταθεί ως το σημείο ν΄αποτελέσει το βάθρο για να στηριχθεί μια νέα κοινωνική σύνθεση. Πάντως, όπου μια τέτοια σύνθεση είναι δυνατή, αποτελεί μια πολύτιμη συμβολή του πνευματικού στοιχείου στη διαμόρφωση της κοινωνίας. Και ανεξάρτητα από το καθαρά οικονομικό μέρος υπάρχει η ανάγκη να πάρει πνευματική θεμελίωση και να κατοχυρωθεί με κάθε επιμέλεια η χριστιανική γνησιότητα της σχετικής προσπάθειας. Πρέπει, ιδίως, να καταβληθεί ιδιαίτερη προσοχή, ώστε τέτοιες διαταξικές οργανώσεις να μη κοιμήσουν τον αγώνα για την δικαιοσύνη. Να μην ενθαρρύνουν την εκμετάλλευση. Να μην δώσουν ούτε ίχνος ασυδοσίας. Να μην εξασθενήσουν αλλά αντίθετα να δυναμώσουν την προσπάθεια για την επικράτηση της δικαιοσύνης στην κατανομή των παραγομένων αγαθών.

Την επιδίωξη της κοινωνικής δικαιοσύνης την αρνείται ο υλιστικός καπιταλισμός. Η πάλη των τάξεων, εξάλλου, κρατεί την ταξική οργάνωση της εργασίας σαν όργανο για την επιδίωξη των μονομερών επιδιώξεων, όπου κριτήριο είναι όχι η δικαιοσύνη, αλλά η δύναμη. Μόνο ο Χριστιανισμός θα αναλάβει την επιδίωξη αυτής της κοινωνικής δικαιοσύνης, γιατί σ΄αυτόν ανήκει και μέσα σ΄αυτόν έχει τη θέση της. Επομένως και η διαταξική οργάνωση της εργασίας με χριστιανική έμπνευση και καθοδήγηση θα γίνεται όχι για την κατάπαυση αλλά για την έναρξη του αληθινού αγώνα για την αληθινή κοινωνική δικαιοσύνη.

Και τώρα, ας γυρίσωμε πίσω στο βασικό αίτημα που είδαμε, σαν πυρήνα του κοινωνικού ζητήματος, από την άποψη της οικονομίας. Εκείνο που ζητείται, λοιπόν, είναι «Αποδοτικώτερη παραγωγή με δικαιότερη κατανομή». Ας δούμε τα πρώτα συμπεράσματα από μια έρευνα αντικειμενική και φωτισμένη από το φως της χριστιανικής διδασκαλίας.

α) Στο σκέλος της αποδοτικώτερης παραγωγής το πρώτο συμπέρασμά μας είναι, πως απαιτείται τόνωση της παραγωγής. Χωρίς αυτήν δεν μπορεί να καταπολεμηθεί η έλλειψη οικονομικών αγαθών, η πείνα, η δυστυχία. Είναι χίμαιρα η σκέψη πως η λύση του κοινωνικού ζητήματος υπάρχει αποκλειστικά στο σκέλος της κατανομής. Αν θέλωμε να επιτύχωμε τη λύση του κοινωνικού και οικονομικού ζητήματος, πρέπει να τονώσωμε την παραγωγή, για τον απλούστατο λόγο, ότι για να κατανεμηθούν τα αγαθά, πρέπει πρώτα να υπάρχουν, που σημαίνει να παράγωνται.

Αν, όμως, θέλωμε να τονώσωμε την παραγωγή, πρέπει να τονώσωμε την εργασία σαν συντελεστή της παραγωγής. Πράγμα που σημαίνει, πως θα πάψωμε να ζητάμε όσο το δυνατόν λιγώτερες ώρες εργασίας και θα έχωμε την ωμή και θαρραλέα ειλικρίνεια να πούμε πως, αντίθετα, πρέπει να εργάζεται ο άνθρωπος όσο είναι παραγωγικά δυνατό, υγιεινό και λογικό γι΄αυτόν. Να εργάζεται, φυσικά σαν άνθρωπος. Όχι βέβαια σαν μηχανή του καπιταλιστικού ή του «σταχανοβικού» ρωσικού συστήματος. Αλλά να εργάζεται. Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να εργάζωνται παραγωγικά και με όλες τους τις δυνάμεις.

β) Μα, από την άλλη μεριά, είναι «όπιο για το λαό», είναι ψέμα, να πούμε πως η λύση του κοινωνικού ζητήματος βρίσκεται μόνο στο σκέλος της παραγωγής. το κοινωνικό ζήτημα εμφανίζεται οξύτατο ακριβώς και σε περιπτώσεις υπερπαραγωγής. Γι΄αυτό ακριβώς χρειάζεται την αποδοτικώτερη παραγωγή να την συνοδεύει κατανομή που να στηρίζεται στο στοιχείο της δικαιοσύνης.

Πώς, όμως, θα γίνει η δίκαιη κατανομή;

Εδώ έχομε τα γνωστά διάφορα και πολυποίκιλα κριτήρια. Άλλοι θέλουν να γίνει η κατανομή ανάλογα με την ικανότητα του καθενός. Άλλοι ζητούν κατανομή ανάλογα με τις ανάγκες Θα καταλήγαμε τότε στο εξής: Ένας άνθρωπος είναι φιλάσθενος και ανίκανος, άλλος είναι ικανώτατος, παραγωγικότατος αλλά και υγιέστατος. Ο ικανός και παραγωγικός να παίρνει λιγώτερα διότι είναι υγιής και ο ανίκανος να παίρνει περισσότερα. Μπορεί να γίνει αυτό; Γίνεται βέβαια, όπου βάση είναι η αγάπη, εκείνη που βάση της πάλι έχει την χριστιανική πίστη. Γίνεται σε αδελφότητες χριστιανικές και παρόμοιες οργανώσεις. Αν μπορεί όμως να γίνει στην κοινωνία γενικά είναι άλλο θέμα. Άλλο πάλι κριτήριο είναι κατανομή ανάλογη με την παραγωγή. Άλλοι εμφανίζουν σύμμικτα κριτήρια με το γνωστό σύνθημα: Από τον καθένα ζητούμε ανάλογα με τις δυνάμεις του, και στον καθένα θα δώσωμε ανάλογα με τις ανάγκες του.

Οπωσδήποτε, εκείνο που είναι σπουδαιότερο είναι πως η κατανομή δεν θα γίνεται με μόνο κριτήριο την οικονομική σκοπιμότητα, την υλική δύναμη και βία και τους νόμους μιας άψυχης οικονομίας, όπου η ηθική δεν έχει θέση, μιάς οικονομίας της μηχανιστικής amoralité, πως η κατανομή θα γίνεται με βάση την δικαιοσύνη, ακόμη περισσότερο, την αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων.

Εδώ, όμως, προβάλλει ένα ζήτημα που ο χριστιανός πρέπει αμέσως να ξεκαθαρίσει. Πρόκειται για το ζήτημα των αναγκών. Για την έννοια, την έκταση των αναγκών του ανθρώπου, αφού στην ικανοποίηση των αναγκών αυτών αποβλέπουν και η παραγωγή και η κατανομή των οικονομικών αγαθών.

Το ζήτημα αυτό των αναγκών πρέπει να λυθεί. Και ίσως η σπουδαιότερη συμβολή του χριστιανού επιστήμονα στο κοινωνικό και οικονομικό ζήτημα είναι ακριβώς ο καθορισμός αυτός των αναγκών. Έξω από τον Χριστιανισμό, υπάρχει σαν οικονομικός νόμος, ότι οι ανάγκες του ανθρώπου είναι περιορισμένες στην έκταση, μα απεριόριστες στον αριθμό. Ο νόμος αυτός έχει, για το θέμα μας, την συνέπεια πως παλεύομε για να φθάσωμε κάτι που είναι από την αρχή βέβαιο πως δεν πρόκειται να το φθάσωμε ποτέ. Όσο είναι απεριόριστες οι ανάγκες του ανθρώπου, δεν θα έχωμε κατανομή τέτοια που ν΄αντιμετωπίσει το απύθμενο βάθος των αναγκών, κατανομή ικανοποιητική.

Το ότι είναι απεριόριστες οι ανθρώπινες ανάγκες αποτελεί τη χαρακτηριστική εκδήλωση της υλιστικής θεμελίωσης της οικονομίας. Και το αδιέξοδο, όπου με αναπότρεπτη λογική ανάγκη οδηγεί τέτοια θεμελίωση, αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια του ότι είναι άτοπη η θεμελίωση αυτή. Πρέπει να φύγωμε από αυτή τη θεμελίωση για να μπορέσωμε να κάνωμε την αρχή σε μια προσπάθεια οικονομική, που δεν θα μοιάζει με την προσπάθεια για τον τετραγωνισμό του κύκλου. τότε όμως την έννοια της «ανάγκης» θα μας την δώσει όχι η υλιστική οικονομία, αλλά ο χριστιανικός κανόνας ζωής.

Με τον χριστιανικό κανόνα ζωής, θα έχωμε σαν όριο των αναγκών του ανθρώπου, την ανθρώπινη αυτοκυριαρχία και ελευθερία της χριστιανικής ζωής. Θα βρούμε, λοιπόν, τι είναι αναγκαίο για έναν άνθρωπο, σύμφωνα με τον κανόνα μιας άνετης αλλά χριστιανικής ζωής, και θα το βάλωμε για βάση, προκειμένου να δώσωμε στον καθένα «ανάλογα με τις ανάγκες του».

Από το άλλο μέρος, τα οικονομικά αγαθά που αντιστοιχούν στον χριστιανικό αυτόν κανόνα ζωής πρέπει να εξασφαλισθούν για όλα τα μέλη του κοινωνικού συνόλου, για όλους τους ανθρώπους. Ακόμη και για εκείνους που δεν είναι συντελεστές παραγωγής και για τους εγκληματίες ακόμη, τηρουμένων των αναλογιών φυσικά! Μπορείς να σκοτώσεις τον εγκληματία, όσο όμως ζει, πρέπει να ζει!

Φθάνομε έτσι σε μια σύνθεση που θα έχει σε οργανική ενότητα το στοιχείο της οικονομίας, το στοιχείο της δικαιοσύνης και τον χριστιανικό κανόνα ζώης. Ας μη γελιώμαστε. Μόνο με μια τέτοια σύνθεση θα έχωμε εκείνο που αποτελεί την υγειά οικονομία. Την αποδοτικώτερη παραγωγή και την δικαιότερη κατανομή των οικονομικών αγαθών. Των αγαθών εκείνων που χρειάζεται ο άνθρωπος ως ελεύθερη προσωπικότητα με χριστιανικό τρόπο ζωής.

Με μια τέτοια σύνθεση, η βελτίωση των υλικών όρων διαβίωσης θα είναι ανάλογη με την οικονομική κατάσταση του συνόλου. Ακόμη, η βελτίωση αυτή θα προάγεται από την χρησιμοποίηση της τεχνικής μέσα σ΄ένα χριστιανικό πολιτισμό.

Αυτά δεν σημαίνουν, εννοείται, πως με τον χριστιανικό πολιτισμό θα πλέουμε όλοι σε πλήρη επάρκεια των οικονομικών αγαθών. Δεν θα επιτύχωμε από την μια μέρα στην άλλη το κυριακάτικο κοτόπουλο σε κάθε σπίτι, που επιθυμούσε ο Ερρίκος Δ΄ της Γαλίας. Και μέσα σ΄ένα χριστιανικό πολιτισμό θα χρειασθεί πολλές φορές να περικόψωμε ακόμη και τον χριστιανικό κανόνα ζωής, για να αντιμετωπίσωμε την ανέχεια που βασανίζει το κοινωνικό σύνολο. Θα πετύχωμε όμως τούτο: Να αρχίσει η κοινωνία μας να βλέπει, στο ζήτημα της κατανομής των οικονομικών αγαθών, την δικαιοσύνη και την αγάπη όχι σαν λέξεις αλλά σαν πραγματικότητα. Σαν δύναμη, που, αν δεν μεταμορφώνει την κοινωνία μας, από τη μια στιγμή στην άλλη, θα έχει όμως οργανική θέση μέσα στην κοινωνία αυτή. Και αν ακόμη δεν κυριαρχεί πέρα για πέρα στην οικονομία, η πραγματικότητα αυτή, θα κατευθύνει όμως σε μία προσπάθεια γεμάτη ελπίδα και προσδοκία. Προσπάθεια που αξίζει να της δίνει κανείς τον ενθουσιασμό του, τις δυνάμεις του, τη ζωή του.

Σημείωση Α.Χ. Φράκου:
Το παρόν κείμενο είναι παρμένο από το βιβλίο «Για ν΄ανοίξει ο δρόμος» που περιέχει και άλλα σχετικά άρθρα:

1) Μπροστά στο επικοινωνιακό πρόβλημα
2) Ο Καπιταλισμός: Θεμελίωσις και αποτελέσματα
3) Το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης
4) Χριστιανικός κοινωνισμός
5) Η χριστιανική θεωρία της εργασίας
6) Οργάνωσις της εργασίας και κοινωνική δικαιοσύνη

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: Π. ΜΕΛΙΤΗ* «ΓΙΑ Ν΄ΑΝΟΙΞΕΙ Ο ΔΡΟΜΟΣ»
Η έκδοση του Ινστιτούτου Ιατρικής Ψυχολογίας και Ψυχικής Υγιεινής, Αθήνα 1957
Το βιβλίο αυτό που έχει εξαντληθεί, θα το βρείτε στην Εθνική Βιβλιοθήκη.

* Ψευδώνυμο του Καθηγητή Α.Ν. Τσιριντάνη