24/6/10

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΜΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Από ομιλία του αείμν. διαπρεπή Καθηγητή της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Α.Ν. Τσιριντάνη

Παρουσίαση από Αλεξ. Χ. Φράγκο

Από το άλλο μέρος σημειώθηκε μία σημαντική όσο και χαρακτηριστική ταλάντευση, πάνω στο ζήτημα της πολιτιστικής αξίας της επιστήμης. Τέθηκε το ερώτημα, αν και σε ποιάν έκταση, η επιστήμη μπορεί να θεωρηθεί παράγων του πολιτισμού. Αν μπορεί ο άνθρωπος και πέρα από τις συγκεκριμένες ωφέλειες από την πρόοδο της επιστήμης, να έχει την επιστήμη σαν στήριγμα και οδηγητή και θεμέλιο της όλης ζωής του.

Στην αρχή, το ρεύμα ήταν με την άποψη του επιστημονισμού (scientisme) με το σύνθημα «η επιστήμη είναι το παν». Φαινόταν να οδηγούμαστε σ΄ένα νέο πολιτισμό, τον επιστημονικό πολιτισμό.

Και όμως η εξέλιξη δεν πήγε προς την γραμμή αυτή. Η επιστήμη δεν μπόρεσε να δημιουργήσει ως πνευματικός ηγέτης μέσα στη λαμπρή απομόνωση, που την είχε καταδικάσει ο επιστημονισμός. Η μονομερής αντίληψη της επιστήμης έφθασε και στο σημείο, επιστήμες να θεωρούνται μόνο οι λεγόμενες φυσικές επιστήμες. Η μονομερής, λοιπόν, αυτή αντίληψη έδωσε την εντύπωση, ότι η επιστήμη δεν έχει αρμοδιότητα να μιλήσει, να κινηθεί στο χώρο του πνεύματος, αφού κυριαρχείται από τον υλισμό. Ότι, επομένως, όποιος ζητάει κάτι το πνευματικό, καλά θα κάνει να μην περιμένει τίποτε από την επιστήμη. Το σχήμα πολιτισμός = επιστήμη, επιστήμη = φυσικές επιστήμες, φυσικές επιστήμες = υλισμός, σχήμα το οποίο επί δεκάδες χρόνια είχε θεωρηθεί ως το αρχιτεκτονικό διάγραμμα της επιστήμης, το σχήμα λοιπόν, αυτό, μπορεί να ήταν βολικό για τον υλισμό, αλλά για την επιστήμη ως παράγοντα πολιτισμού ήταν καταστροφή. Οι περήφανες διακηρύξεις των εκλαϊκευτών και των προπαγανδιστών εν ονόματι της επιστήμης δεν επαλήθευσαν. Αρκετά νωρίς άρχισε η απογοήτευση. Απογοήτευση από την πολιτιστική επίδραση της επιστήμης. Ο Brunetière είπε τη μοιραία φράση «χρεωκοπία της επιστήμης». Και, όσο προχωρούσαμε, τόσο το σλόγκαν αυτό έπαιρνε διάδοση. Από τον επιστήμονα-ηγέτη φθάσαμε στον επιστήμονα που προκαλεί την λύπη. Από το Πανεπιστήμιο, πανσέβαστο κέντρο του πολιτισμού, φθάσαμε στο Πανεπιστήμιο μιάν από τις πολλές επαγγελματικές σχολές. Από την επιστήμη που επρόκειτο να είναι το παν, φθάνουμε στην επιστήμη που της λένε ότι δεν είναι τίποτε.

Αυτή την πορεία πήρε το μέλλον της επιστήμης από το 1848, όταν δηλαδή ο Ρενάν έγραφε το χειρόγραφο του ομώνυμου έργου του και το έβαζε στο χρονοντούλαπο, μέχρι, κατόπιν, της εποχής όπου το έργο αυτό και τόσα άλλα συγγενικά κατά την σκέψη δημοσιεύθηκαν μέχρι χθές.
Ερωτάται, τώρα, ποια είναι σήμερα η ηγετική θέση της επιστήμης στον πολιτισμό;

Ας ξεκινήσουμε από μία θλιβερή διαπίστωση. Από της απόψεως που μας απασχολεί τώρα, το χθές και το σήμερα συναντώνται σε τούτο: ότι η επιστήμη ούτε χθες ήταν ηγέτις του πολιτισμού, ούτε σήμερα είναι. Μεταξύ όμως του χθες και του σήμερα υπάρχει μιά διαφορά. Ότι χθες η επιστήμη έλεγε ότι είναι ηγέτις. Διεκδικούσε τη θέση του ηγέτη. Και πολλοί και μεγάλοι σοφοί εκδήλωναν μεγάλες ελπίδες και προσδοκίες από την ηγεσία της επιστήμης. Ιδιαίτερη σημασία είχε το φαινόμενο των επιστημόνων εκείνων που θεωρούντες την χριστιανική ηγεσία του πολιτισμού μας ως ξεπερασμένη και απηρχαιωμένη, στήριξαν τις προσδοκίες τους στην επιστήμη, βέβαιοι ότι αυτή, η επιστήμη, θα αναλάβει, στη θέση της χριστιανικής πίστεως, την ηγεσία του πολιτισμού. Αυτά χθές. Σήμερα όμως…

Σήμερα αντιθέτως, ούτε προσδοκία για τέτοια ηγεσία υπάρχει, ούτε διεκδικεί κανείς την ηγεσία, ούτε βιβλία σαν το βιβλίο του Ρενάν «Το μέλλον της επιστήμης» που αναφέραμε γράφονται πια σήμερα, ως προς δε τον περίφημο επιστημονισμό, τον scientisme, με τον οποίο μπήκε η ανθρωπότητα στον εικοστό αιώνα, και αυτός πλέον τείνει ολότελα να ξεχασθεί. Όταν άρχιζε ο αιώνας αυτός, βασίλευε στα θέματα αυτά ο Άγγλος εξελικτικός φιλόσοφος Herbert Spencer, τον οποίο μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως τον εκπρόσωπο του επιστημονισμού. Κάθε ζητήματος λύση είναι, κατά τη γνώμη του, η επιστήμη και μάλιστα αυτό ισχύει για το θέμα της παιδείας, της αγωγής που πρέπει να δοθεί στη νεότητα. Η αγωγή αυτή συγκεντρώνεται σε μια λέξη: η επιστήμη.

Όταν άρχιζε ο 20ος αιώνας, ένας επιστήμονας, ένας διανοούμενος, δεν μπορούσε κατά το κοινά λεγόμενο να δει Θεού πρόσωπο, αν δεν ήταν σπενσεριανός, αν δεν ορκιζόταν στο όνομα του Σπένσερ. Σήμερα θα ήθελα να μου ήταν δυνατό να έκανα μιάν έρευνα, κυρίως μεταξύ των νεώτερων στην ηλικία, για να ικανοποιήσω την περιέργειά μου και να δω, σε πόσους από αυτούς είναι γνωστό το όνομα του Σπένσερ. Και, αλήθεια, δεν ισχύει αυτό μόνο για τον Σπένσερ. Η ίδια σκέψη έρχεται και για τόσα άλλα ονόματα που μεσουρανούσαν στον δέκατο ένατο αιώνα, μερικά από τα οποία ανέφερα μιλώντας για τον υλισμό και που είναι ολότελα ξεχασμένα σήμερα. Σκέπτομαι, λοιπόν, τι θα απομείνει αύριο και από μερικά ονόματα που σήμερα μεσουρανούν.

Ας είναι όμως! Στο όλο θέμα της επιστήμης, ως ηγέτιδας του πολιτισμού, έβλαψε η διάσπαση μεταξύ θετικών λεγόμενων και πνευματικών επιστημών, μαζί μάλιστα με την τάση, ως επιστήμες να αναγνωρίζονται μονον οι λεγόμενες θετικές επιστήμες.

Κατ΄αρχήν, βέβαια, η μεταξύ των επιστημών διάκριση και η διάκριση μεταξύ πνευματικών ή ηθικών επιστημών αφ΄ενός και θετικών αφ΄ετέρου, κατ΄αρχήν λοιπόν, μια τέτοια διάκριση δίδεται εκ των πραγμάτων, είναι φυσική. Αλλά το κακό είναι, ότι η διάκριση εκφυλίστηκε σε διάσπαση, σαν να πρόκειται περί δυο κόσμων διαφορετικών και εχθρικών μεταξύ τους. Οι θετικές επιστήμες ήθελαν να απωθήσουν τις πνευματικές ως παρείσακτες στον κόσμο της επιστήμης τον οποίο μόνο οι θετικές επιστήμες τάχα αποτελούν. Οι δε πνευματικές επιστήμες κατάντησαν κομπλεξικές και οι εκπρόσωποί τους εκοίταξαν να προσκολληθούν όπως-όπως στον ποζιτιβισμό (θετικισμό) των θετικών επιστημών ή επιτελούσαν το έργο τους, αλλά ακριβώς με πλέγματα κατωτερότητας. Ήρθε και ο υλισμός που πήγε να ταυτισθεί με τις φυσικές επιστήμες, οι φυσικές επιστήμες πάλι ταυτίστηκαν με την επιστήμη ολότελα, εν ονόματι της επιστήμης εγκαταλείφθηκε κάθε τι το πνευματικό. Κάθε τι το πνευματικό θεωρείται χιμαιρικό και ανύπαρκτο. Όσοι τα έλεγαν αυτά δεν σκέφθηκαν την συνέπεια η οποία όμως ήρθε, ότι δηλαδή, εν τοιαύτη περιπτώσει, αποκλείεται εκ των προτέρων η επιστήμη να είναι πνευματικός ηγέτης, αφού πνευματική ηγεσία δεν υπάρχει, είναι είπαμε κάτι το χιμαιρικό. Πώς να το κάνουμε, πρέπει να δέχεσαι τις πνευματικές αξίες και πρώτα απ΄όλα να δέχεσαι το πνεύμα, για να προβάλεις αξιώσεις πνευματικού ηγέτη.

Και η συνέπεια προχωρεί πιο πέρα. Όταν η επιστήμη αρνείται τις πνευματικές αξίες, αρνείται εαυτήν σαν ηγέτιδα του πολιτισμού. Τότε έχει μόνο θέση υπηρεσίας, υπηρέτριας στον πολιτισμό. Δηλαδή προσφέρει τότε στον άνθρωπο τον τεχνικό πολιτισμό, εκείνο που ονομάσθηκε τεχνολογία, πολύτιμες βέβαια διευκολύνσεις της ζωής, τεχνικά κατορθώματα, από τις πτήσεις με αεροπλάνα ή με πυραύλους μέχρι τα αντιβιοτικά φάρμακα, αλλά ηγεσία δεν προσφέρει. Δεν μπορεί να ανεβάσει τον όλο άνθρωπο, την ανθρώπινη προσωπικότητα (και τι θα πει στο τέλος προσωπικότητα;). Να διεκδικήσει ηγεσία του πολιτισμού, δεν το σκέπτεται κάν, δεν μπορεί πια να το σκεφθεί.

Αυτό, λοιπόν, έγινε. Η επιστήμη με το να κλείνει τον εαυτό της μέσα στο καβούκι της λεγόμενης θετικοκρατίας και εν ονόματι αυτής να αρνείται το πνεύμα, έβαλε εναντίον του εαυτού της. Αρνούμενη το πνεύμα αρνιόταν την ηγεσία, που είναι πνευματική και όχι υλική λειτουργία. Έπαυε, λοιπόν, να είναι ηγέτις.

Και αυτό έγινε και με το Πανεπιστήμιο. Με το να εγκαταλειφθεί η έννοια της πνευματικής ηγεσίας, το Πανεπιστήμιο έχασε το «πᾶ στῶ». Δεν είχε που να σταθεί για να εκτελέσει την αποστολή του, ή μάλλον δεν είχε πια αποστολή. Από πανσέβαστο πνευματικό ίδρυμα προαγωγής του πολιτισμού, εξέπεσε σιγά-σιγά σε επαγγελματική σχολή. Ο δε καθηγητής του Πανεπιστημίου έπαυσε να είναι ο ιεροφάντης του πνευματικού πολιτισμού και να είναι σεβαστός ως ιεροφάντης.

Συμπέρασμα είναι, ότι σήμερα, η επιστήμη όχι μόνο δεν βελτίωσε την ηγετική της θέση απέναντι στο χθές, αλλά και τρόπον τινά έχει βολευτεί με το να μην είναι ηγέτις. Δεν την μέλει που δεν είναι ηγέτις.

Μπορεί όμως ο πολιτισμός να προχωρήσει χωρίς την ηγετική πνοή της επιστήμης; Ο ομιλών τουλάχιστον δεν μπορεί να φαντασθεί έναν αντεπιστημονικό πολιτισμό.
Ανεξάρτητα του τι γινόταν με τους αρχαίους πολιτισμούς και ιδιαίτερα τους πολιτισμούς της απωτάτης αρχαιότητας, για τους νεώτερους χρόνους και μάλιστα τους σημερινούς, η επιστήμη αποτελεί αξία χωρίς την οποία πολιτισμός δεν υπάρχει. Το αληθινό και αντίστοιχα η επιστήμη, είναι ουσιώδες στοιχείο του πολιτισμού.

Και αυτό μεν θα το δεχθούμε όλοι και όσοι ακόμη δεν ακολουθούν τη διδασκαλία της φιλοσοφίας του πολιτισμού. Πρέπει όμως να δεχθούμε και τούτο: ότι και η επιστήμη δεν είναι δυνατό να υπάρξει, παρά μόνον ως αξία του πολιτισμού. Αυτό δεν το είχε καταλάβει ο επιστημονισμός. Αυτό μας το διδάσκει το σήμερα. Ο επιστημονισμός θέλησε να καλλιεργήσει μόνο την επιστήμη και με αυτό υπονόμευσε την επιστήμη. Την απέσπασε από τη φυσική της συνοχή και έτσι σήμερα έχει μπροστά του μιάν επιστήμη αδυνατισμένη, κατσιασμένη, μιάν επιστήμη που μπορεί να κάνει τεχνικά θαύματα, επιστήμη όμως δεν είναι.

Και για να ξαναγίνει η επιστήμη επιστήμη, πρέπει να λυτρωθεί από την διάσπαση μεταξύ ηθικών και θετικών επιστημών. Η διάκριση υπαγορεύεται από τα πράγματα. Η διάσπαση, αντίθετα, είναι ο θάνατος της επιστήμης. Πρέπει να ξεκινήσουμε από την αναγνώριση μιάς αλήθειας. Ότι κάθε επιστήμη είναι και πρέπει να είναι, συμβολή στη δημιουργία του πνευματικού πολιτισμού, διότι της αλήθειας η αναζήτηση, που αποτελεί την ουσία της επιστήμης, είναι επιδίωξη πνευματική, πράξη πνευματική και η πρόοδος της επιστήμης, κάθε επιστήμης, είναι επιτυχία πνευματική. Ο επιστήμων που θα το ξεχάσει αυτό και θα ζητήσει να απομονωθεί στο εργαστήριό του, με μοναδική επιδίωξη την τεχνική πρόοδο, ο επιστήμων αυτός δεν καλλιεργεί την πνευματική αξία του αληθινού, κατρακυλά από το αληθινό στο σκόπιμο, στην σκοπιμοθηρία. Δεν θα αργήσει και η τεχνική του παραγωγή να έχει επάνω της τις συνέπειες της πνευματικής αναπηρίας.

Ως παράγοντας πνευματικού πολιτισμού λοιπόν, η επιστήμη πρέπει να αναγνωρίσει το πνεύμα, τις πνευματικές αξίες, τις αιώνιες αξίες. Ξέρω, ότι από τον δέκατο ένατο κυρίως αιώνα, αυτό αμφισβητείται. Αν θέλετε, σαρκάζεται. Ναι, αλλά πού οδηγεί αυτό; Στην υποβάθμιση της επιστήμης. Η επιστήμη, όσο πάει, αντί να κερδίζει, χάνει σε ακτινοβολία. Χάνει οποιαδήποτε ψυχική επικοινωνία με την ολότητα, αφού προσπάθησε να πείσει την ολότητα, ότι ψυχή και ψυχική επαφή επομένως, δεν υπάρχει. Η τεχνική πρόοδος για την οποία τόσο καμαρώνει ο σημερινός άνθρωπος, η τεχνική λοιπόν πρόοδος δεν μπορεί να συνεχισθεί σαν πρόοδος αποκλειστικά τεχνική. Όταν ο μεν τεχνικός πολιτισμός βρίσκεται στο ζενίθ, ο δε πνευματικός στο ναδίρ, αυτή η διάσταση δεν μπορεί να κρατήσει. Ή και ο πνευματικός πολιτισμός θα ανεβεί προς το ζενίθ, ή και ο τεχνικός πολιτισμός θα κατρακυλήσει προς το ναδίρ.

Πρέπει, λοιπόν, η επιστήμη, όλη η επιστήμη, η επιστήμη ως μια και αδιάσπαστη ενότητα, να προβληθεί και πάλι σαν αξία πνευματική. Οπότε το μέλλον της επιστήμης που τόσο είχε απασχολήσει τον Ερνέστο Ρενάν, το μέλλον αυτό της επιστήμης διαγράφεται καθαρά, ταυτιζόμενο με το μέλλον του πολιτισμού μας. Ας μου επιτραπεί να το πω πιο καθαρά και πιο ωμά: δεν υπάρχει μέλλον της επιστήμης. Υπάρχει μέλλον του πολιτισμού. Με απλούστερα λόγια, μέλλον του ανθρώπου. Ούτε αυτοσκοπός είναι η επιστήμη, ούτε καμμίαν αυθυπαρξία έχει. Είναι μια από τις αξίες του πολιτισμού και υπόσταση και δικαίωση έχει, μόνο όταν διατηρεί αδιάσπαστη την ενότητα με τις λοιπές αξίες. Και ας το πώ ακόμη καθαρότερα. Η αξία που λέγεται επιστήμη δεν πρέπει να χτυπά ή να περιφρονεί την αξία που λέγεται άγιο (δηλαδή τη χριστιανική πίστη). Γιατί όταν ο επιστήμων δείχνει περιφρόνηση προς την αξία που λέγεται άγιο, ως επιστήμων αυτοκτονεί. Όταν αρνείται το άγιο, αρνείται και το ιερό. Και όταν αρνείται το ιερό, αρνείται και την αλήθεια ως ιερό. Δεν θυσιάζεται επομένως υπέρ της αλήθειας, αλλά εργάζεται υπέρ του σκόπιμου, εφ΄όσον βέβαια κρίνει και για τον εαυτό του σκόπιμο να εργασθεί υπέρ της σκοπιμότητας για το σύνολο. Και από της στιγμής που ο επιστήμων θα θελήσει να αντικαταστήσει την ιερότητα της αλήθειας με την σκοπιμότητα, έπαυσε να είναι επιστήμων, έπαυσε να είναι ηγέτης και στην καλύτερη περίπτωση είναι ένα ς καλός και καλοπληρωμένος υπηρέτης. Αλλά και αυτό έως πότε;

Και όμως πρέπει να ξαναγίνει ηγέτις η επιστήμη. Ηγέτις σ΄έναν πολιτισμό που δεν έχει μόνο τεχνικά σχέδια, αλλ΄έχει προ παντός πνευματικές επιδιώξεις. Και για να γίνει αυτό, για να ξαναγίνει ηγέτις η επιστήμη, πρέπει να ξαναγίνει πνευματικός άνθρωπος ο επιστήμων, πνευματικός με την έννοια του ανθρώπου που μιλάει μέσα του η πίστη, το ουράνιο, το ιερό. Και ο επιστήμων του εργαστηρίου πρέπει και το εργαστήριό του να το αισθάνεται ως ιερό τέμενος του πνεύματος. Μόνον έτσι το εργαστήριο θα του δίνει όχι μόνον απασχόληση, αλλά και ζωή και ηγετική ακτινοβολία. Και για να θυμίσω όσα είπα περί υλισμού, κάτω από την τυραννία του υλισμού, ζωή του πνεύματος δεν μπορεί να υπάρξει.

Και όπου δεν μπορεί να υπάρξει ζωή για το πνεύμα, δεν μπορεί να υπάρξει ζωή και αποστολή για τον επιστήμονα. Ούτε για τον πολιτισμό μας, επομένως.

(Βλ. «Για τα ελληνικά νιάτα», σελ. 119 επ. Εκδόσεις «Συζήτησις»).