24/6/10

ΟΙ ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΕΣ ΜΑΣ ΑΣ ΑΠΟΦΑΣΙΣΟΥΝ ΝΑ ΒΑΔΙΣΟΥΝ ΤΟ ΣΩΣΤΟ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΔΡΟΜΟ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥΣ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΜΟΝΟΙ

(Του αείμν. Καθηγ. του Παν/μίου Αθηνων Α.Ν. Τσιριντάνη)

Παρουσίαση από Α.Χ. Φράγκο

Να εξηγήσουμε τι εννοούμε όταν λέμε, ότι ο καλός αγωνιστής πρέπει να βαδίζει την πορεία του έστω και μόνος. Δεν εννοούμε, φυσικά, ότι πρέπει να βαδίζει με μιαν εκούσια απομόνωση. Ο άνθρωπος είναι «ζώον κοινωνικό», αυτό κατάντησε κοινός τόπος πια. Και όχι μόνον οντολογικά αλλά και δεοντολογικά. Πρέπει να είναι κοινωνική ύπαρξη ο άνθρωπος. Έχει χρέος να είναι κοινωνικός, χρέος όχι μόνον απέναντι του εαυτού του, αλλά και απέναντι των συνανθρώπων του.

Το ζήτημα όμως είναι τι εννοούμε κοινωνικότητα, κοινωνικότητα του πνευματικού ανθρώπου, κοινωνικότητα μάλιστα του νέου ή της νέας, που τώρα αρχίζουν να χαράσσουν τον δρόμο τους. Υπάρχουν δυο είδη κοινωνικότητας. Η μία συνίσταται στο να επιζητείς το «μπράβο» της κοινωνίας, τα χειροκροτήματά της, το ευνοϊκό μειδίαμά της τέλος πάντων. Η άλλη κοινωνικότητα αποβλέπει στο να ζεις σαν μια αξία μέσα στην κοινωνία. Αξία δημιουργική. Αξία που η κοινωνία της οφείλει κάτι, λίγο ή πολύ, αλλά κάτι. Και η διαφορά δεν είναι καθόλου μικρή!

Η πλειονότητα – η μεγάλη πλειονότητα, η μέγιστη πλειονότητα των ανθρώπων – οι πολλοί, λοιπόν, αποβλέπουν στην κοινωνία για να εισπράξουν χειροκροτήματα απ΄αυτήν. Για να τα έχουν καλά μαζί της. Για να έχουν την εύνοιά της. και γι΄αυτούς κοινωνία είναι η μάζα, είναι οι πολλοί, είναι το ρεύμα. Αφού όμως θέλουν και θέλουν πάση θυσία να τα έχουν καλά με το ρεύμα, συμμορφώνονται με το ρεύμα. Παίρνουν συνθήματα από το ρεύμα. Και αν το ρεύμα τους παρασύρει στην αποτυχία; Ε, αυτό πια είναι ο, ας τον πούμε έτσι, επαγγελματικός κίνδυνος αυτής της νοοτροπίας. Όταν πηγαίνεις με το ρεύμα, αναλαμβάνεις και τον κίνδυνο να σε παρασύρει και το ρεύμα εκεί όπου εσύ, στο βάθος της ψυχής σου, δεν θα το ήθελες.

Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά, η άλλη κατεύθυνση, η άλλη κοινωνικότητα. Στην κοινωνία μετέχεις αλλά σαν προσωπικότητα ελεύθερη, που ξέρει τι θέλει, που πορεύεται και κατευθύνεται όχι από το ρεύμα, αλλά από την πεποίθηση, την επίγνωση του ορθού, ας το πούμε έτσι, από τον πνευματικό σου προσανατολισμό.

Δεν αναλαμβάνει, λοιπόν, κανένα κίνδυνο αυτός που παίρνει τη γραμμή της δεύτερης αυτής κατεύθυνσης που μπαίνει στην κοινωνία όχι όμως σαν μάζα αλλά σαν ελεύθερος άνθρωπος; Βέβαια και αναλαμβάνει και αυτός ένα κίνδυνο. Τον κίνδυνο να είναι όχι με τους πολλούς, αλλά με τους λίγους. Τους διαλεχτούς έστω, αλλά τους λίγους. Να έχει αντί της μάζας τους εκλεκτούς. Συγχωρήστε μου την ξένη λέξη, την élite. Παμπάλαιο αυτό σαν αλήθεια, ένας Σωκράτης την είχε ως θεμέλιο της ζωής του, ως οδηγό της πορείας του. Πρέπει να προσέξουμε τα λόγια, την κρίση, την επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία «ου των πολλών αλλά των επαϊόντων». Υπάρχει λοιπόν αυτός ο κίνδυνος. Ο πνευματικός όμως άνθρωπος, ο άνθρωπος που ξέρει τι θέλει, ο άνθρωπος που δεν κατευθύνεται από το ρεύμα αλλά πορεύεται με επίγνωση, τον αναλαμβάνει ευχαρίστως τον κίνδυνο αυτόν, να είναι όχι με τους πολλούς αλλά με τους λίγους. Αναλαμβάνει ακόμη τον κίνδυνο να βαδίσει έστω και μόνος. Να βαδίσει έστω και στην έρημο. Έχετε προσέξει πως οτιδήποτε προβλήθηκε ως οδηγητικό μήνυμα στα πλήθη, από την έρημο εξεπέμφθη; Από ανθρώπους που αγαπούσαν τα πλήθη αλλά ζούσαν εν ανάγκη και χωρίς τα πλήθη; Έστω και μόνοι.

Έστω και μόνοι ήταν η απόφασή τους, αλλά δεν ήταν, εννοείται η πραγματικότητα. Επειδή σιγά-σιγά ο πνευματικός άνθρωπος διαπιστώνει ότι δεν είναι και τόσο μόνος. Και ότι πολλοί, περισσότεροι απ΄όσους φανταζόταν, είναι ομόψυχοί του, είναι μαζί του και πάντως επηρεάζονται. Και μου φαίνεται, ότι, στην κοινωνία, περισσότερο επέδρασαν εκείνοι που ήταν αποφασισμένοι να βαδίσουν το σωστό δρόμο έστω και μόνοι, παρά εκείνοι που σύνθημά τους είχαν «ό,τι κάνουν όλοι». Το «ό,τι κάνουν όλοι», είναι ομολογία πως είσαι άδειος από ψυχή. Και το άψυχο είναι, όπως και να το πάρεις, νεκρό. Το «έστω και μόνος» είναι ζωή!

Και πρέπει να πάψει επιτέλους η σιωπή, η ζημιογόνος σιωπή, η καταστρεπτική σιωπή των ανθρώπων που πιστεύουν στις αιώνιες αξίες αλλά δεν ομολογούν την πίστη τους. Αυτό απαιτεί η εποχή μας από τον σύγχρονο άνθρωπο και ειδικότερα από τον σύγχρονο νέο. Δεν φθάνει το ότι ενδομύχως είσαι προσηλωμένος στις μεγάλες, τις αιώνιες ιδέες. Πρέπει να φανεί και το καλό σου παράδειγμα, να λάμψει το φως σου, να ακουσθεί η φωνή σου από το περιβάλλον σου, το άμεσο περιβάλλον σου, τουλάχιστον.

Και ακριβώς ο νέος και η νέα που θέλουν στην εποχή μας να πορεύονται με επίγνωση, με οδηγό τις αιώνιες αξίες και όχι να κατευθύνονται σαν κούτσουρα από το ρεύμα, ακριβώς αυτός ο νέος και αυτή η νέα, έχουν ανάγκη, όχι μόνο να πιστεύουν αλλά και να ομολογούν τις αξίες αυτές και να ακούγεται η φωνή τους, φωνή παλληκαρίσια, φωνή ζωής, που δεν πνίγεται από τις κραυγές της άρνησης.

Την υποχρέωση αυτή έχει ο νέος και η νέα πρώτα-πρώτα απέναντι στον εαυτό τους, γιατί με το να ομολογούν, με το να μιλούν, ζούν, ζωντανεύουν την πίστη τους στις αρχές τους. Με την ομολογία τρέφεται η πίστη τους. Με το να υπερασπίζονται την πίστη τους, την κάνουν πιο πολύ δική τους, την αισθάνονται πιο πολύ ζωντανή μέσα τους. Δυναμώνοντας την πίστη τους, δυναμώνουν οι ίδιοι, παύουν να είναι κομπλεξικοί και, αντί για πλέγμα κατωτερότητας, αισθάνονται μια σωτήρια καύχηση να τους δυναμώνει στην πορεία τους.

Αλλά αυτό το σταμάτημα της σιωπής, αυτή την παλληκαρίσια ομολογία της πίστεως στις αιώνιες αξίες την οφείλουν ο νέος και η νέα και στο περιβάλλον τους. Αποτελεί λιποταξία η σιωπή του πνευματικού ανθρώπου, που αφήνει την άρνηση των αξιών να είναι μονόλογος.

Έπειτα είναι και το άλλο. Έχουμε πει κατ΄επανάληψη ότι ο πνευματικός άνθρωπος είναι αγωνιστής και ζει με τον αγώνα. Ε, λοιπόν, η πρωταρχική μορφή του αγώνα αυτού είναι ακριβώς το να ανοίγεις και το στόμα σου και να ομολογείς και να υπερασπίζεσαι και να διαφωτίζεις τους άλλους για τις γνώμες και τις πεποιθήσεις σου. Επειδή με το να σωπαίνεις είσαι και ολίγον τι απατεώνας. Προκαλείς στον άλλο, τον αρνητή, την εντύπωση ότι συμφωνείς μαζί του ενώ δεν συμφωνείς. Και κάτι άλλο ακόμη. Αυτός που σωπαίνει υποχωρεί. Δεν παίρνει δύναμη από τη δική του φωνή, δεν έχει δύναμη για τη δική του ενέργεια, την ενέργεια σύμφωνα με τις δικές του αρχές και όχι σύμφωνα με τις αρχές ή μάλλον με την αναρχία του Άλφα και του Βήτα.

Αυτό πάλι μας φέρνει σε άλλη πλευρά του θέματος. Μιλήσαμε περί αγώνος. Ε, λοιπόν, και για τον αγώνα αυτόν ισχύει το αξίωμα, ότι η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση. Και στα πνευματικά θέματα δεν είναι νοητή επίθεση με κλειστό στόμα. Και ας πω ένα παράδειγμα από τη ζωή των αγαπητών μου φοιτητών. Ο φοιτητής Α είναι επιμελέστατος και επιδιώκει να καταρτισθεί στον καιρό των σπουδών για να έχει την κατάρτιση αυτή εφόδιο για τη σταδιοδρομία του, για το μέλλον του. Έλα όμως που ο συνάδελφος και ο φίλος του Β, διαφωνεί μαζί του, τον κοροϊδεύει, τον ονομάζει «σπασίλα» και ο Α, όλα κι όλα, τον φοβάται τον χαρακτηρισμό αυτό; Να υποχωρήσει στον Β; Θα γλυτώσει ίσως από τις ειρωνείες του και από τον χαρακτηρισμό του «σπασίλα». Αλλά… ο Β αναλαμβάνει άραγε να αποζημιώσει τον Α για τη ζημιά που θα υποστεί στην σταδιοδρομία του; Και ξέρει ο Α γιατί, από τι ελατήρια, και για ποιο σκοπό του κάνουν αυτόν τον πόλεμο των νεύρων και πάνε να τον αποθαρρύνουν στην καλή του προσπάθεια; Αν όμως ο Α σιωπήσει, θα λυγίσει στο τέλος. Δεν μπορεί να μη λυγίσει και θα παρασυρθεί και αυτός από το ρεύμα. Ενώ αν δεν σιωπήσει, αν εξηγήσει, αν υπερασπισθεί με δύναμη τις αρχές του, συνέπεια των οποίων είναι και η επιμέλειά του, - που ξέρεις – είναι βέβαιο, ότι και ο άλλος δεν θα επηρεασθεί προς το καλό; Στο τέλος-τέλος, λίγοι άνθρωποι είναι τόσο χαλασμένοι ώστε να μην συγκινούνται από το καλό, όταν το καλό τους εκτίθεται όπως πρέπει. Πόσοι και πόσοι δεν πέφτουν θύματα της ιδέας, ότι, στην σημερινή κοινωνία, το κακό είναι μονόλογος με τον οποίο πρέπει να συμβιβασθούν. Και όμως δεν είναι καθόλου μονόλογος. Η εντύπωση αυτή του μονόλογου, είναι ψεύτικη. Και το καταστροφικό αυτό ψέμα, ποιος το δημιουργεί; Μα ποιος άλλος από τον πνευματικόν άνθρωπο που σωπαίνει;

Έτσι, το μήνυμα της ομολογίας που εξεπέμφθη στην Παλαιστίνη από τον Θεάνθρωπο, συνταυτίζεται με εκείνο που ζητούν από τον σημερινό νέο και τη νέα οι μοντέρνοι, οι εντελώς μοντέρνοι καιροί. Το μοντέρνο δεν μπορεί να σταθεί χωρίς το αιώνιο. Αυτό πιστεύουν και σήμερα πολλοί, πάρα πολλοί σ΄όλο τον κόσμο, αλλά σωπαίνουν. Ε, ας ανοίξουν τέλος πάντων το στόμα τους!

Ίσως όλα αυτά, να θυμίζουν λίγο χρηστομάθεια. Αλλά αυτό δεν είναι αντίθετο βέβαια σε κανένα ποινικό νόμο. Και στο τέλος-τέλος δεν ξέρω ποιος ζημιώθηκε από την χρηστομάθεια. Ενώ τα ναυάγια που προκλήθηκαν από την περιφρόνησή της… ποιος θα μπορέσει ποτέ να τα απαριθμήσει;

(Βλ. και «Για τα Ελληνικά νιάτα», σελ. 184 επ. και 190 επ. Εκδόσεις «Συζήτησις»).