24/6/10

ΟΙ ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΕΣ ΜΑΣ ΑΣ ΞΕΡΟΥΝ ΟΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΣΩΣΤΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΣΤΗ ΖΩΗ

(Από εισήγηση του αείμν. Καθηγ. Παν/μίου Α.Ν. Τσιριντάνη)

Παρουσίαση περίληψης από Αλ. Χ. Φράγκο

Θα παρουσιάσω τώρα περιληπτικά όπως θέλουν οι σημερινοί νέοι μας μια βασική εισήγηση του αείμν. Καθηγητή της Νομικής του Παν/μίου Αθηνών και μεγάλου πνευματικού ηγέτη Αλεξ. Ν. Τσιριντάνη. Να λοιπόν τι είπε, εντελώς περιληπτικά, για το σωστό δρόμο της ζωής.

Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εποχής μας είναι η εγκατάλειψη του δρόμου που είχε παραδώσει στην ανθρωπότητα ο Χριστιανισμός, που την βρήκε σε ημιάγρια σχεδόν κατάσταση και την ανέδειξε και την παρέδωσε πολιτισμένη. Και μόλις η ανθρωπότητα που εκπολιτίστηκε από τον Χριστιανισμό, εγκατέλειψε τον δρόμο αυτόν.

Έγιναν βέβαια και παρεκκλίσεις από αυτόν τον δρόμο, αλλά άλλο είναι να παρεκκλίνω και άλλο είναι να τον αρνούμαι. Και ζούμε στην εποχή της εγκατάλειψης του δρόμου αυτού.

Το πρώτο ξεκίνημα της εγκατάλειψης έγινε από την επιστήμη. Οι τότε εκπρόσωποι της επιστήμης είπαν ότι η πίστη δεν είναι αλήθεια, αλλά στην πραγματικότητα διετύπωσαν υποθέσεις.

Άλλη αιτία εγκατάλειψης του δρόμου της πίστεως είναι η πολιτική, που είπε ότι θα σταματήσω την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά αντί γι΄αυτό πέτυχε να μην υπάρχουν άνθρωποι αλλά, όπως είπε ο απομακρυνθείς από την ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος της Γαλλίας, Γάλλος κομμουνιστής Roger Garaudy, «ο κομμουνισμός οδηγεί τους ανθρώπους να υπάρχουν αλυσοδεμένα κτήνη».

Μια άλλη αιτία εγκατάλειψης του δρόμου της πίστεως είναι ότι στη χριστιανοσύνη, προτεστάντες επίσκοποι και καθηγητές της Θεολογίας, προέβαλλαν το σύνθημα «απέθανε ο Θεός»!

Άλλος λόγος εγκατάλειψης της πίστεως είναι η ηττοπάθεια των πιστών, εναντίον του ρεύματος της άρνησης.

Ο τελευταίος λόγος εγκατάλειψης του δρόμου της πίστεωςς είναι η απογοήτευση. Όταν βλέπεις πολλές τυπικές θρησκευτικές εκδηλώσεις που είναι όμως γεμάτες από κακίες. Είναι και αυτό ένα σπρώξιμο έξω από το δρόμο της πίστεως.

Λοιπόν εγκαταλείψαμε τον δρόμο τον χριστιανικό. Δοκιμάσαμε τον έναν τον άλλον δρόμο, όμως δεν βρήκαμε κανένα δρόμο. Χρειαζόμαστε όμως δρόμο για να βαδίσωμε. Οπότε ο άνθρωπος σκέπτεται: Εδώ που τα λέμε, γιατί εγκατέλειψα τον χριστιανικό δρόμο; Βέβαια, η ιστορία του Χριστιανισμού, έχει και εγκλήματα που έγιναν όμως σε αντίθεση με τη διδασκαλία του, ενώ τα εγκλήματα άλλων ιδεολογιών έγιναν ως συνέπεια της ιδεολογίας τους. Και βέβαια η διαφορά είναι κολοσσιαία! Και αρχίζει ο άνθρωπος να σκέπτεται ότι ο φυσικός δρόμος είναι ο χριστιανικός. Αυτό δηλαδή που έλεγε και ο Τερτυλλιανός, ότι δηλαδή «η ψυχή του ανθρώπου είναι εκ φύσεως χριστιανική». Όταν, βέβαια ο άνθρωπος είναι πραγματικά χριστιανός. Γιατί δεν είναι χριστιανός ο υποκριτής. Κριτήριο γι΄αυτό είναι η θυσία. Ο υποκριτής δεν θυσιάζεται για τις ιδέες του. Προσδοκά μόνο όφελος. Άλλωστε και ο Κύριος την υποκρισία χτύπησε, και όχι την αμαρτωλότητα.

Έπειτα πραγματικά χριστιανός δεν είναι ο δειλός. Επίσης χριστιανός δεν είναι όποιος συμβιβάζεται με τον υλισμό, έστω και αν τυχόν έχει ανώτατο εκκλησιαστικό αξίωμα. Χριστιανός επίσης δεν είναι όποιος συμβιβάζεται με το ρεύμα που επικρατεί. Το ίδιο δεν είναι χριστιανός και όποιος παραμελεί την πνευματική του καρποφορία.

Είπαμε ότι η ιστορία του Χριστιανισμού έχει και εγκλήματα. Αλλά δεν είναι ιστορία εγκλημάτων. Είναι ιστορία αρετής, που όμως δεν γράφεται στην Ιστορία, γιατί η ιστορία γράφει μόνο χτυπητά γεγονότα, όπως επισημαίνει ο μεγάλος ιστορικός Durant.

Για να βαδίσωμε τον δρόμο τον χριστιανικό χρειάζεται επίγνωση. Και αυτή η επίγνωση δίνεται με την κοσμοθεωρία (βλ. «Για μια πορεία με επίγνωση», του αείμν. Καθηγ. Α.-Ν. Τσιριντάνη – Εκδόσεις «Συζήτησις») και η κοσμοθεωρία αυτή είναι πολύτιμη για την καθοδήγηση των νέων μας.

Υπάρχει, βέβαια, η Εκκλησία των κατακομβών. Αλλά υπάρχει και η εκκλησία των σύγχρονων κατακομβών στη διωκόμενη εκκλησία στα κομμουνιστικά καθεστώτα.

Έπειτα, υπάρχει και η εκκλησία των συγχρόνων χριστιανών επιστημόνων.

Όλοι αυτοί μπορούν να μαρτυρήσουν: Και όμως ο χριστιανικός δρόμος αυτός είναι ο μόνος σωστός δρόμος!

(Βλ. «Η πίστις ως βίωμα» τόμος Β, σελ. 239 επ., «Εκδόσεις Συζήτησις»).