8/7/10

ΕΝΑ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΜΗΝΥΜΑ

(Toυ αείμνηστου καθηγητή της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών  Α.Ν. ΤΣΙΡΙΝΤΑΝΗ)

Παρουσίαση από Α. Χ. Φράγκο

Θα ήθελα, αγαπητέ μου, να σου πω με λίγα απλά λόγια, πώς εγώ αντιμετωπίζω το μεγάλο πρόβλημα που θα το ονομάσω με συντομία «το μεταφυσικό πρόβλημα», πρόβλημα που τόσο μας βασανίζει και τόσο πονοκέφαλο μας προκαλεί. Και μη μου πης ότι σε σένα δεν προκαλεί πονοκέφαλο. Αν είναι έτσι, τότε δεν είναι βέβαιο ότι πρέπει να σε συγχαρώ. Σ' αυτά τα θέματα ο πονοκέφαλος προλαμβάνει καμμιά φορά άλλες μεγαλύτερες αρρώστειες. Μη μου πης ακόμα ότι εσύ, απλούστατα, τα ξεφεύγεις αυτά τα ζητήματα και δεν τα αντιμετωπίζεις. Και η φυγή αντιμετώπιση είναι. Μόνο πως είναι η χειρότερη από όλες.

Και εξ άλλου, αυτά που θα σου πω τα λέω μόνο και μόνο γιατί τα πιστεύω και όχι γιατί θα δώσω λόγο σε κανέναν τι είπα και τι δεν είπα, ούτε πάλι γιατί διεκδικώ την παραμικρή αυθεντία. Αυτά που θα σου πω είναι, απλούστατα, συμπεράσματα στα οποία εγώ κατέληξα με την πλήρη, απόλυτη ελευθερία της συνειδήσεως μου, στην οποία και μόνο ελογοδοτησα. Και φρονώ ότι είναι χρέος μου να σου ανακοινώσω αυτά τα συμπεράσματα, μήπως είναι, με τούτον ή εκείνον τον τρόπο, κάπως χρήσιμα και για τη δική σου έρευνα.

Και το πρώτο, η πρώτη πραγματικότητα από την οποία ξεκινάω είναι η εξής. Η πείρα μου μού δείχνει, ότι εκείνο που ονομάζομε ύλη, ή, αν προτιμάς, υλική φύση, δεν εξαντλεί την πραγματικότητα. Δεν ημπορεί, δηλαδή, να υποστηριχθεί ότι μόνο η ύλη υπάρχει και οι νόμοι της. Αυτό έχει ως συνέπεια ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο άνθρωπος είναι μόνο το ανθρώπινο σώμα και τα τόσα κιλά κρέας που έχει. Μας είναι αδύνατο να το δεχθούμε αυτό στα σοβαρά. Ο υλισμός αυτός άλλωστε έχει εγκαταλειφθεί από την επιστήμη. Μας είναι αδύνατο να πούμε ότι είμαστε μόνο σώμα. Πάνω από το σώμα υπάρχει μια δύναμη υπερυλική μια πνευματική δύναμη. Αυτό δείχνει ότι στον κόσμο υπάρχει μια ανώτερη δύναμη, πνευματική, ένας κόσμος υπερυλικός, που είναι πολύ παραπάνω από την ύλη του σώματος και το υλικό σύμπαν.

Η δύναμη αυτή, εφ'όσον δεν είναι ύλη, δεν μπορεί να ελεγχθεί από τον άνθρωπο γιατί δεν ελέγχεται από τις αισθήσεις μας. Αυτό δεν είναι παράξενο, όπως δεν είναι παράξενο ότι με την όραση δεν μπορούμε να λάβωμε αίσθηση του ήχου.

Εν τούτοις πολλές εκδηλώσεις του πνευματικού, του αιωνίου γίνονται αισθητές και ψηλαφητές:

Η πρώτη είναι η εμφάνιση των ψυχοσωματικών επιδράσεωνΓ όπου διαπιστωνομε ότι ο ψυχικός, ο πνευματικός παράγοντας επιδρά στο σώμα, άρα μπορεί να ελεγχθεί.

Δεύτερη αισθητή εκδήλωση της δύναμης του πνεύματος που υπερνικά μέσα μας την ύλη είναι η συνείδηση. Δεν υπάρχουν άνθρωποι ασυνείδητοι. Και αν υποτεθεί ότι υπάρχει έλλειψη συνείδησης, είναι αναπηρία. Ο φυσιολογικός όμως άνθρωπος έχει συνείδηση. Η συνείδηση όμως δεν είναι υλική δύναμη, αφού εμποδίζει πολλές φορές την ικανοποίηση των ενστίκτων. Οδηγεί μερικές φορές και στην ολοκληρωτική θυσία του σώματος και μάλιστα χάριν των ιδεών.

Αλλά η πιο χαρακτηριστική περίπτωση της δύναμης που είναι πάνω από το υλικό σώμα είναι η περίπτωση ανθρώπων που θυσιάζουν τη ζωή τους χάριν ιδεών ενώ είναι υλιστές, όπως η περίπτωση της θυσίας των ιδεολόγων κομμουνιστών.

Είναι η φωνή της συνειδήσεως που του επιβάλλει να θυσιάσει τον εαυτό του για ιδέες που είναι ανώτερες από οιοδήποτε ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Και ενώ κηρύττει ότι η ύλη είναι το παν, θυσιάζει τον εαυτό του και τα συμφέροντα του. Αυτό δεν είναι υλισμός. Η θυσία αυτή αποτελεί τη λαμπρότερη εκδήλωση της ύπαρξης της υπερυλικής δύναμης που υπάρχει στον άνθρωπο.

Ακόμη αυτή η ύπαρξη του υπερυλικού δείχνει ότι η μόνη αβίαστη και σύμφωνη με την εμπειρία εκδοχή είναι να δεχθούμε ότι το σύμπαν έχει δημιουργηθεί από μια Δύναμη που είναι παραπάνω από αυτό το υλικό σύμπαν. Και αν το σύμπαν το θεωρούμε απέραντο, δεν είναι όμως το παν. Πάνω από το υλικό αυτό σύμπαν υπάρχει η μεγάλη αυτή Δύναμη που το εδημιουργησε και εμείς είμαστε δημιουργήματα της. Η ύπαρξη αυτής της Δύναμης είναι βέβαια πρόταση πίστεως, γιατί κανείς δεν είδε την Δύναμη αυτή. Αλλά ο άνθρωπος πρέπει κάποτε να λυτρωθεί από την πλάνη ότι βλέπει κάθε τι που υπάρχει. Βλέπει μόνο ένα απειροελάχιστο από την πραγματικότητα που υπάρχει. Και ας μάθωμε ότι το «δεν το βλέπω» δεν είναι επιχείρημα εναντίον του Αοράτου.

Εξ άλλου η πρόταση αυτή της πίστεως στη δημιουργία του σύμπαντος από έναν Δημιουργό ανώτερο του σύμπαντος είναι σύμφωνη και με την εμπειρία μας, που όσο προχωρεί εναρμονίζεται πλήρως με την πίστη σε έναν Νου που είναι ο δημιουργός του σύμπαντος.
Βέβαια δεν θέλει πολύ σκέψη για να πούμε ότι ο Δημιουργός αυτός δεν είναι μια τυφλή παντοδυναμία με την ύψιστη και τελειότατη έννοια, αλλά ένας Νους που έχει επαφή με τα πλάσματα του. Ότι είναι ένας πατέρας που προνοεί για τα πλάσματα του, τα αγαπάει και προνοεί γι' αυτά σαν πατέρας.

Και αναφορικά με την Πρόνοια του Θεού, στο ερώτημα πως υπάρχει το φυσικό και ηθικό κακό, η απάντηση είναι πρώτον ότι, το ό,τι δεν ξέρω την αιτία, δεν αποτελεί επιχείρημα εναντίον της θείας Πρόνοιας. Αλλά και εκείνος που αμφιβάλλει για τη θεία πρόνοια βλέποντας το ηθικό κακό, θα πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα, πως υπάρχει τόση τάξη στη φύση αφού δεν πιστεύει ότι υπάρχει Θεός-Δημιουργός.

Ο συλλογισμός ότι ο Δημιουργός μας εδημιούργησε και μας εγκατέλειψε, είναι ως συλλογισμός το μεγαλύτερο τερατούργημα. Πρώτα λοιπόν να έχωμε υπ "όψη μας ότι αυτός ο Δημιουργός μας δεν είναι μακριά μας. Ζούμε μέσα σ'αυτόν. Και δεν είναι νοητό να φαντασθούμε ότι δεν μας αγαπάει. Και η αγάπη αυτή είναι περισσότερο θαυμαστή από κάθε θαύμα που λέγεται έναστρος Ουρανός, από οιαδήποτε ομορφιά οιασδήποτε φυσικής καλλονής. Η αγάπη αυτή είναι μία πραγματικότητα. Εδώ θα ξεκαθαρίσωμε τα εξής:

Πρώτον, η αγάπη αυτή του Θεού για μας δεν σημαίνει ότι οι συνθήκες της ζωής μας θα βαδίσουν όπως Θα θέλαμε εμείς. Όπως κανείς πατέρας δεν κάνει όλα τα θελήματα του μικρού παιδιού του. Μια τέτοια πίστη ότι όλα θα πάνε όπως τα θέλομε εμείς -που είναι αφελής- είναι κατώτερη πίστη που μας οδηγεί σε δοκιμασίες. Γιατί οδηγεί σε άγνοια του σταυρού, της πάλης που έχει τάξει σαν νόμο της ζωής ο παντοδύναμος Θεός. Η ανώτερη πίστη είναι ότι ο Θεός θα τα φέρει, όχι όπως εγώ θέλω, αλλά θα τα θέλω όπως τα φέρει ο Θεός. Είναι πολύ δύσκολη η πίστη αυτή, αλλά πολύ ευεργετική. Να γυμνάζωμε τον εαυτό μας σ'αυτό το σύνθημα και θα δούμε στη ζωή μας την ευτυχία. Θέλει όμως γυμναστική αυτό και δεν αποκτάται από την μια μέρα στην άλλη.

Ο πατέρας αυτός μας καταλαβαίνει και όταν αμαρτάνομε, μας καταλαβαίνει ακόμη και όταν δεν τον πιστεύομε. ΓΓαυτό ο αγώνας για την αρετή δεν πρέπει να γίνεται με άγχος και αγωνία. Ο Θεός είναι γεμάτος κατανόηση.

Αυτή η πατρική κατανόηση υπάρχει και όταν κλονίζεται η πίστη. Καταλαβαίνει ακόμη την αμφιβολία μας. ΓΓαυτό μην έχωμε αγωνία εάν πιστεύομε. Να έχωμε μόνο συνεχή έλεγχο αν είμαστε συνεπείς σ'αυτά που πιστεύομε και αυτό πάλι χωρίς άγχος.

Αυτός ο πατέρας είναι κοντά μας, με συνέπεια να έχει ο άνθρωπος μία δυνατότητα επαφής μαζί Του με την προσευχή. Υπάρχουν προσευχές που αποτελούν φλυαρία. Μήπως δεν υπάρχουν τρόφιμα νοθευμένα; Έτσι υπάρχει και νοθευμένη προσευχή. Η γνήσια όμως προσευχή είναι η επαφή μας με τον αιώνιο Θεό. Και σ'εκείνον που θα μας ειρωνευθεί γιατί προσευχόμαστε, η απάντηση είναι ότι πρώτον είναι μια ευγενική πράξη, είναι και ωφέλιμη πράξη και βιολογικά ακόμη (το καλύτερο ηρεμιστικό). Το ότι είναι και πραγματική επικοινωνία με τον Δημιουργό μας, ο οιοσδήποτε ορθολογιστής θα μπορεί μόνο να αμφιβάλλει. Αλλά η αμφιβολία είναι τόσο αποφασιστικό επιχείρημα ώστε να εγκαταλείψεις ένα τόσο σπουδαίο και ωφέλιμο βοήθημα;

Γι'αυτό δεν πρέπει να παραμελούμε την προσευχή έστω και αν έχωμε αμφιβολίες. Ο Θεός καταλαβαίνει και τις αμφιβολίες μας στην προσευχή, αρκεί να μην είναι υποκριτική.

Η προσευχή επομένως δεν είναι μια αίτηση να κάνει ο Θεός αυτό που θέλομε εμείς. Αυτό είναι η κατώτερη προσευχή. Η ανώτερη προσευχή είναι να φέρωμε τις λύπες και τις χαρές και τις αγωνίες και τα προβλήματα της ζωής μας στον Ουράνιο Πατέρα και τότε να πούμε το «γεννηθήτω το θέλημα Σου». Αυτή η ανώτερη προσευχή θα μας κάνει ευτυχισμένους.

Από την πίστη στον κοινό Πατέρα συνάγεται η αδελφότητα ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από χρώμα, φυλή, θρησκεία, ανάμεσα σε δίκαιους και άδικους, αμαρτωλούς και ενάρετους, ανάμεσα σε προσευχόμενους και μη προσευχόμενους, ανάμεσα σε πιστεύοντες και μη πιστεύοντες.

Μια τρίτη πρόταση που είναι συνέπεια όσων είπαμε, εφ' όσον δεν είμαστε μόνο τα τόσα κιλά κρέας που ζυγίζομε αλλά έχομε και το υπερυλικό στοιχείο, πρέπει όλα τα πράγματα να τα βλέπωμε, όπως έλεγε ο Σπινόζα, «sub specie aeternitatis», δηλαδή με το πνεύμα της αιωνιότητος: Επομένως η αιωνιότητα είναι το φως υπό το οποίο θα βλέπωμε το παν, ο οδηγός και το νόημα της ζωής μας.

Ειδική εφαρμογή της αιωνιότητας είναι η αθανασία. Αφού, όπως είπαμε, δεν είμαστε τα τόσα κιλά κρέας που ζυγίζομε, δεν υπάρχει κανένας λόγος να δεχθούμε ότι με την αποσύνθεση του σώματος, αυτής της σάρκας, εξαφανίζεται και η προσωπικότητα μας. Δεν μπορούμε βέβαια ούτε να δούμε, ούτε να φαντασθούμε την προσωπικότητα αυτή έξω από το σώμα. Είπαμε όμως παραπάνω ότι «το ό,τι δεν βλέπω δεν είναι επιχείρημα». Η αθανασία βέβαια είναι άρθρο πίστεως. Αυτή όμως η πίστη στηρίζεται στην ψηλάφηση του υπερυλικού που υπάρχει μέσα μας, όπως είδαμε παραπάνω.

Πώς είναι η ζωή αυτή μετά τον θάνατο κανείς δεν ξέρει. Αλλά η άλλη ζωή είναι συνέχεια αυτής της ζωής που αποτελεί πρόκριμα για την άλλη. Και η εδώ άλλως τε ζωή μας εξαρτάται από τυχόν μία στιγμιαία πράξη καλή ή κακή που έπειτα κατευθύνει τη ζωή μας ολόκληρη.

Από την άλλη μεριά δεν πρέπει να φαντασθεί κανείς ότι υπάρχει αντίθεση και πολύ λιγότερο έχθρα μεταξύ αιωνίου και πρόσκαιρου, ούτε ανάμεσα στη ψυχή και το σώμα. Γιατί μια τέτοια πλάνη είναι καταστρεπτική. Να έχωμε υπ'όψη ότι και το σήμερα είναι ημέρα της αιωνιότητας. Εκείνο που χρειάζεται είναι να ιεραρχούμε το πρόσκαιρο και να το εντάσσωμε στην πορεία του αιωνίου. Αυτή είναι η ολοκλήρωση του προορισμού του σώματος μας και θα δούμε και τις ευεργετικές συνέπειες και στο σώμα μας ακόμη.

Θα εκτεθούν τώρα μερικές σκέψεις που αναφέρονται στην πορεία της ζωής μας. Θα αναφερθούν λοιπόν τέσσερις δεοντολογικές προτάσεις που θα τις ονομάσω «αξιώματα» γιατί δεν επιδέχονται ούτε συζήτηση ούτε απόδειξη. Αποτελούν όμως ασφαλή πυξίδα για την πορεία της ζωής μας.

Το πρώτο από τα αξιώματα αυτά είναι η ελευθερία. Πρέπει καθένας να φυλάει και να διεκδικεί την ελευθερία του και προπαντός την ελευθερία της συνείδησης του, σεβόμενος και προστατεύοντας την ελευθερία των συνανθρώπων του και αγωνιζόμενος γι' αυτήν.

Ο άνθρωπος που δίνει την ελευθερία του για οιονδήποτε αντάλλαγμα, είναι εθελόδουλος.

Το δεύτερο αξίωμα είναι το αξίωμα της ειλικρίνειας. Αυτό σημαίνει να βλέπωμε το παν με ειλικρίνεια, να είμαστε ειλικρινείς, με όλους και πρώτα απ' όλα απέναντι στον εαυτό μας. Όχι απόκρυψη της αλήθειας χάριν σκοπιμότητας, έστω και αν δημιουργηθεί από την αλήθεια σκάνδαλο. Προτιμώτερο είναι το σκάνδαλο παρά το ψέμα, χάριν τάχα παιδαγωγικότητας.

Το τρίτο αξίωμα είναι του ψυνικού ανεβάσματος. Ο άνθρωπος είναι καμωμένος για να ανεβαίνει ψυχικά: Το ανέβασμα αυτό δεν έχει τέρμα. Και όπως λέει ο Πλάτων «εις όσον δυνατόν ανθρώπω ομοιουσθαι Θεώ». Και κορωνίδα της ανοδικής πορείας είναι η χριστιανική αγάπη.

Πρέπει βέβαια να προσέξωμε να ξεχωρίσωμε την αγάπη την αληθινή από την συναισθηματικότητα. Η συναισθηματικότητα είναι αδιαφορία. Η αγάπη είναι δύναμη. Η αγάπη δίνει χωρίς να περιμένει τίποτε, αφού είναι για χάριν του ανθρώπου. Ενώ η συναισθηματικότητα είναι μια μορφή εγωκεντρισμού. Η αγάπη θα πραγματοποιείται και χωρίς φόβο. Δεν θα ζητάμε να αρέσωμε στους ανθρώπους, γιατί τότε δεν θα αρέσωμε στον Θεό.

Και κάτι άλλο: Το ότι εμείς θα αγαπάμε τους άλλους δεν σημαίνει ότι και οι άλλοι θα μας αγαπήσουν. Και στην ευγενική μας αυτή πορεία της αγάπης θα πρέπει να είμαστε αποφασισμένοι να μείνωμε έστω και μόνοι, ότι πορευόμαστε σε μια ζούγκλα!

Το ψυχικό ανέβασμα που αναφέραμε, περιλαμβάνει σαν επιδίωξη την αρετή σε όλο της το πλάτος, δηλαδή την στοιχειώδη δικαιοσύνη, και φυσικά το ζωντανό ενδιαφέρον για την κοινωνική δικαιοσύνη. Προ παντός μη ζητάμε τα ανώτερα υπερπηδώντας τα κατώτερα. Επομένως θα κοιτάξωμε να είμαστε στοιχειωδώς δίκαιοι και ηθικοί άνθρωποι, συνεπείς στις υποχρεώσεις μας απέναντι στον εαυτό μας και στους άλλους και τότε μόνο να προχωρούμε προς τα ανώτερα.

Εξ άλλου αυτό το ψυχικό ανέβασμα πρέπει να γίνει αγωνιστικά ως συνεχής προσπάθεια, ώστε να μη μεταβληθεί σε αγωνία. Εφ' όσον προσπαθούμε, βρισκώμαστε στον σωστό δρόμο και πρέπει να έχωμε εσωτερική ειρήνη.

Και το τέταρτο και τελευταίο αξίωμα είναι το αξίωμα του αγώνα. Ο άνθρωπος είναι καμωμένος να αγωνίζεται. Όχι αντιμετώπιση στατική αλλά αγωνιστική. Δεν υπάρχει τρόπος να ξεφυγωμε από τον αγώνα. Υπάρχει μόνο τρόπος να νικήσωμε στον αγώνα. Στη χριστιανική γλώσσα ο αγώνας αυτός λέγεται το να σηκώσεις τον σταυρό σου. Δεν υπάρχει τρόπος να ξεφυγωμε από τον σταυρό. Αλλά υπάρχει τρόπος να τον φέρωμε και να τον κάνωμε πρόξενο ειρήνης και χαράς για όλη μας τη ζωή. Μη φέρομε όμως τον σταυρό μας μόνοι. Να τον φέρωμε με τη συντροφιά του μεγάλου Ευσταυρωμενου και με την συντροφιά της Ανάστασης Του. Δεν χρειάζεται να την αναζητήσωμε τη συντροφιά αυτή. Μας προσφέρεται συνεχώς. Μη την αποκρούσωμε όμως!

Γιατί ούτε μόνοι μπορούμε να φέρωμε τον σταυρό, ούτε με άλλη συντροφιά ούτε είναι δυνατόν να ξεφύγωμε τον σταυρό!

Αυτή η συντροφιά και αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης του σταυρού μας θα μας δώσει την ειρήνη και χαρά που όλοι διψάμε και όχι σε ψυχρούς συλλογισμούς εγωκεντρικής απομόνωσης. Η ειρήνη αυτή και χαρά δεν σημαίνει ότι δεν θα έχωμε στενοχώριες και πένθη ούτε να περιμένωμε τέτοιο πράγμα στη ζωή μας. Ούτε να στενοχωριόμαστε γιατί δεν έχομε την απάθεια και την έλλειψη συγκίνησης. Εκείνο που θα επιδιωξωμε είναι να εξευγενισωμε τις στενοχώριες μας ώστε να είναι όσο το δυνατόν πάνω από το εγώ μας και να γίνωνται μέρος του καλού αγώνα και να προχωράμε από την αγωνία στον αγώνα.

Ο αγώνας μας αυτός θα είναι το νόημα της ζωής μας. Ο Descartes είχε πει το «Σκέπτομαι, άρα υπάρχω». Αυτό λέει η λογική. Αλλά η ζωή λέει το «Pugno ergo sum», αγωνίζομαι άρα υπάρχω. Ο αγώνας είναι η πάλη με τη κακία, η πάλη με τις δυσκολίες. Όταν έπειτα από πολύ αγώνα το νοιώσουμε αυτό, τότε ο σταυρός θα μεταβάλλεται σε χαρά. Και όταν η επιφάνεια θα είναι γεμάτη κύματα, στο βάθος θα υπάρχει η ειρήνη.

Έτσι λύνεται και το κυριώτερο πρόβλημα της ευτυχίας μας. Η ευτυχία δεν είναι χίμαιρα. Η ευτυχία είναι πραγματικότητα, αγωνιστική όμως. Με τις βάσεις που αναπτύχθηκαν εδώ ο αγώνας και η ευτυχία είναι συνώνυμα. Να τα δοκιμάσωμε όμως με σύστημα και επιμονή και διάρκεια και θα το δούμε.

Αυτά είχα να σας πω από την πείρα μου και τους αγώνες μου. Μπορείτε να αμφισβητήσετε εάν αυτά που σας είπα είναι σωστά και πάντως υποχρεούστε να ελέγξετε την ορθότητα τους. Όπως είπαμε με ελευθερία και ειλικρίνεια. Αλλά νομίζω ότι δεν μπορείτε να μου αμφισβητήσετε ότι αυτά που σας είπα είναι ένα χαρούμενο μήνυμα. Το λένε Ευαγγέλιο.

Σκέψεις Α. Χ. Φράγκου

Νομίζω, ότι όσα παραπάνω αναπτύχθηκαν αποτελούν μια πίστη σοβαρή, που μπορούν να την πάρουν στα σοβαρά άνθρωποι σοβαροί. Η σοβαρότητα της πίστεως εκδηλώνεται με τη συνέπεια της πίστεως στη ζωή.

Και αυτή η πίστη με συνέπεια στη ζωή είναι η σωτήρια δύναμη που θα βοηθήσει τον άνθρωπο και ειδικά το νέο και τη νέα, να ανέβει ψυχικά, να γίνει ανώτερος άνθρωπος, σωστός και άρτιος άνθρωπος, όπως τον ζητούν οι πολύ δύσκολοι καιροί μας. Και αυτό το ανέβασμα εκδηλώνεται με αγωνιστικό αίσθημα αλληλεγγύης προς τον συνάνθρωπο, που έχει πραγματική ανάγκη, με παράλληλο θαρραλέο αγώνα για την βαθμιαία απαλλαγή από ό,τι κατεβάζει ψυχικά τον άνθρωπο (πάθη, εγωισμός, εκδίκηση κλπ.). Και αυτό θα πραγματοποιηθεί από την καθημερινή επικοινωνία με τον Ανασταντα Θεάνθρωπο, που η μικρότητα μας τον έκανε ουσιαστικά τον μεγάλο άγνωστο της ανθρώπινης ιστορίας και πρέπει να γίνει με την καθημερινή προσευχή και την πρωτοπορεία των νέων μας ο καθημερινός Θείος Συνοδοιπόρος της ζωής μας και ειδικά των νέων, ο οδηγός και εμπνευστής καλών έργων. Είναι η μόνη αναγκαία και σωτήρια δύναμη που θα σταματήσει το κατρακύλισμα του πνευματικού πολιτισμού των καιρών μας και θα ανοίξει τον δρόμο. Τον μόνο σωστό δρόμο, για το ψυχικό ανέβασμα του ανθρώπου και τη σωστή αντιμετώπιση των φοβερών συνεπειών της απιστίας.

Ας γίνωμε όλοι λαμπαδηδρόμοι μιας πνευματικής αναγέννησης στην πατρίδα μας. Θα είναι μια επιπλέον προσφορά της Ελλάδας μας στον κόσμο και τον πολιτισμό.